Εκεί
εκτελέστηκαν
οι
άντρες που οι Γερμανοί
είχαν
συλλάβει το πρωί
Πεινασμένοι
ήσαν και διψασμένοι
Μια
μάνα είχε απλώσει τα χέρια
με το
παιδί της
στον
αλυσοδεμένο πατέρα
για
τον τελευταίο ασπασμό
Όταν
ήχησαν οι σφαίρες,
ένα
χελιδόνι πέταξε
πάνω
από τα πτώματα
Δεν
ξαναγύρισαν ποτέ
Το
δείλι πείνασαν τα πρόβατα
στα
μαντριά
και
τα φυτά ξεράθηκαν
στους
αγρούς
***
An
der Schule
Dort
wurden erschossen
die
von den Deutschen am Morgen
gefangenen
Männer
Hungrig waren sie und durstig
Eine
Mutter hatte ihr Kind
dem
gefesselten Vater
noch
einmal zum Abschied
gereicht
Als
die Schüsse verhallten,
flog
eine Schwalbe über die
Leichen
hinweg
Sie kehrten nie wieder
Am
Abend hungerten die Schafe
in
den Ställen
und
es vertrockneten die Pflanzen
auf den Feldern
Παραμονή
Ξανά
οι καμπάνες χτυπούν,
καλώντας
στη λειτουργιά.
Διαπερνούν
το φως
σχίζουν τη σιωπή.
Ένα
δροσερό αεράκι πιάνει
το
τραγούδι
και
το πάει σ' όλη τη χώρα
Γλυκά
μελίσματα
που
τα κουβαλούν μπάσοι
ξεσκίζει
το παραπέτασμα
ένας
τενόρος σε υψηλές νότες
σταύρωση,
θάνατος
και
θλίψη βαθιά
Όμως κανένας
θρίαμβος.
Ένα
δροσερό αεράκι πιάνει
την
ανάσα
των
προσευχομένων
Ακόμα
την
κρατά
***
Vorabend
Noch
einmal die Glocken,
die
läuten zur Messe.
Sie
brechen das Licht
zerreißen die Stille.
Ein
kühler Wind nimmt
auf
den Gesang
und
trägt ihn ins Land
Helle
Melismen von
Bässen
getragen
Vorhang
zerreißend
ein
hoher Tenor
Kreuzigung,
Tod
und
tiefes Leid
Doch keinen Triumph.
Ein
kühler Wind nimmt
auf
den Atem
der
Betenden
Er
nimmt ihn
noch lange
noch lange
λινοτυπία του Αντώνη Κανά
Άυπνη
η νύχτα
του
Μαρίνου Σιγούρου
Περιφέρεται
εδώ κι εκεί, συναντά
τον
γέροντα.
Που
τα χέρια του είναι αδειανά.
Περπατούν
μαζί
στους
νυχτερινούς δρόμους.
Ακούν
μηχανές, κι έπειτα πυροβολισμούς
κι
ύστερα κραυγές που δεν θα σταματήσουν
ποτέ.
Μυρωδιά
καμμένου από το απέναντι σπίτι
όπως
όλα, φευγάτη κι αυτή
σκάβει
και χώνεται βαθιά μέσα στη μνήμη
Κι
ύστερα βλέπει τα παιδιά
που
επέζησαν τη μέρα τούτη
Μικρές
σκιές
γονατισμένες
δίπλα
στα πτώματα
της
μάνας και του πατέρα
Κοιτά
κατάματα τον γέρο
Τώρα
μπορεί να το αντέξει
Όχι,
δεν είναι τρέλα
Μίσος
βλέπει εν μέρει
(μέρος
του εγκλήματος κι αυτό)
Μα
πάνω απ' όλα νοιώθει
τη
θλίψη
Μαρίνος
Σιγούρος, συγγραφέας του διηγήματος με
τον τίτλο «Το πανηγύρι του θανάτου στο
Δίστομο», στον τόμο (στα Γερμανικά): «Η Αντιγόνη ζει»,
νεοελληνικά διηγήματα, επιμέλεια
έκδοσης: Μέλπω Αξιώτη και Δημήτρης
Χατζής, εκδόσεις Verlag Volk und Welt, Βερολίνο
1961
***
Schlaflos
die Nacht
für
Marinos Sigouros
Er
wandert umher, begegnet
dem
Alten.
Dessen
Hände sind leer.
Sie
gehen gemeinsam
durch
die nächtlichen Straßen.
Hören
Motoren, dann Schüsse
dann
Schreie, die nie mehr
verhallen.
Brandgeruch
vom Haus gegenüber
flüchtig
wie alles
gräbt sich tief ins Gedächtnis hinein
Dann
sieht er die Kinder
die
den Tag überlebten
Kleine
Schatten
die
neben den Leichen
der
ermordeten
Mütter
und Väter knien
Er
schaut dem Alten ins Gesicht
Nun kann er‘s ertragen
Irre
ist es nicht
Er
sieht wohl den Hass
(auch
dies das Verbrechen)
Doch
spürt er vor allem
Marinos
Sigouros, Autor der Erzählung: ‚Das Fest des Todes in Distomo‘,
in ‚Antigone lebt‘, neugriechische Erzählungen, Hrsg. Melpo
Axiti und Dimitrios Hadzis, Verlag Volk und Welt, Berlin 1961
~~~~~
- τα ποιήματα είναι του Jürgen Rompf, γραμμένα στα Γερμανικά - η απόδοσή τους στα Ελληνικά είναι δική μου
- die Gedichte stammen von Jürgen Rompfs Feder - die Übersetzung ins Griechische habe ich besorgt
- οι φωτογραφίες είναι επίσης δικές του
- auch für die Fotos hat er alle Rechte
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen