Mittwoch, 14. November 2012

TOLIS NIKIFOROU * ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

ROT WIE ROT

rote, geheimnisvolle Farbe, ähnlich der tief im Schwarz und
im Blau. Rotes rot, jedoch nicht wie Blut,
Vulkan, Blitz, rot wie rot, ähnlich den
Farben, die wir niemals kennengelernt, ähnlich dem Klang, der
ertönt aus der ersten Silbe der Utopie



ΚΟΚΚΙΝΟ ΟΠΩΣ ΚΟΚΚΙΝΟ

κόκκινο χρώμα μυστικό, όπως βαθιά στο μαύρο και
το μπλε. Κόκκινο κόκκινο, μα όχι κόκκινο όπως αίμα,
ηφαίστιο, αστραπή, κόκκινο όπως κόκκινο, όπως τα
χρώματα που δεν γνωρίσαμε ποτέ, ο ήχος που ανα-
δύεται από την πρώτη συλλαβή της ουτοπίας


(από τη συλλογή: Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, στη συγκεντρωτική έκδοση O πλοηγός του απείρου Ποιήματα 1966-2002, εκδ. Νέα Πορεία 2004)




ο πίνακας είναι του Mark Rothko




BERÜHRUNG

wie unerwartetes Flattern
in einem verlassenen Haus
mit allen Farben
setz dich zu mir
und scheine auf mich

mit all deinen Gerüchen
mach mich trunken
mit deinem Atem
entflamme mich und stille mich

sprich
lächle
setz dich zu mir
und umarme mich



ΑΓΓΙΓΜΑ

σαν ξαφνικό φτερούγισμα
σ' έρημο σπίτι
μ' όλα τα χρώματα
κάθισε πλάι μου
και φώτισέ με

μ' όλες τις μυρωδιές σου
μέθυσέ με
με την ανάσα σου
φλόγισε και γαλήνεψέ με

μίλησε
χαμογέλασε
κάθισε πλάι μου
κι αγκάλιασέ με


(από τη συλλογή: Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, εκδ. Μανδραγόρας 2012)









nackt soll die Seele klingen, nackt und intakt

während ich schreibe, stelle ich jedes einzelne Wort tiefer, entziehe ihm Farben und Musik. Ich breite das Chaos in der Welt aus, wie ein leeres Blatt Papier. 
Im Nichts soll eine Glocke ertönen, ein Licht im Nebel. Nackt soll die Seele klingen, nackt und intakt



γυμνή ν΄ακούγεται ακέραια η ψυχή

γράφοντας υποστέλλω μία μία τις λέξεις, τα χρώματα αφαιρώ,
τις μουσικές, στο χάος τον κόσμο απλώνω σαν λευκό χαρτί,
ν' ακούγεται στο τίποτα ένα σήμαντρο, ν' ακούγεται
ένα φως μες στην ομίχλη, γυμνή ν' ακούγεται ακέραια η ψυχή



KLEINES, MINIMALES, FRÜHLINGSHAFTES DER WELT

geh nicht fort
kehr wieder zurück
ich werde hier sein und auf dich warten

kleines, minimales, frühlingshaftes
Flattern auf vereisten Straßen
roter und tiefblauer
Traum in der Seele der Welt

und auch wenn ich Asche in meiner Flamme werde
Dunst über ein fremdes Meer
Gras, das dem Wind Geheimnisse zuflüstert
dunkle Farbe, wenn dem Himmel die Tränen kommen

und auch wenn du fortgehst und nicht wieder zurückkehrst
ich werde hier sein und auf dich warten



ΜΙΚΡΟ, ΕΛΑΧΙΣΤΟ, ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

μην φύγεις
ξαναγύρισε
εγώ εδώ θα 'μαι να σε περιμένω

μικρό, ελάχιστο, ανοιξιάτικο
φτερούγισμα σε παγωμένους δρόμους
κόκκινο και βαθύ γαλάζιο
όνειρο στην ψυχή του κόσμου

κι αν γίνω στάχτη μες στη φλόγα μου
ατμός πάνω από ξένη θάλασσα
χόρτο που ψιθυρίζει μυστικά στον άνεμο
χρώμα βαθύ όταν δακρύζει ο ουρανός

κι αν φύγεις
και ποτέ σου δεν ξαναγυρίσεις
εγώ εδώ θα 'μαι να σε περιμένω



UND WIEDER BLÜHT DIE WELT HEIMLICH AUF

an der aufgehängten Wäsche verirren sich
Sonnenstrahlen und von den Bäumen der Tau
der sich zaghaft erhebt
im Licht breiten kleine Vorhöfe
Farben und Düfte aus, und auch Spiele
breiten ihre mit Gras gewachsenen Stille
unter meinem Balkon aus

es ist ein Tag wie jeder andere
und es ist als wären alle fort
und trotzdem als wären alle da

irre ich mich oder blüht heimlich
die Welt wieder auf?



ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ ΑΝΘΙΖΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

στα κρεμασμένα ρούχα ξεστρατίζουν
αχτίδες του ήλιου και η δροσιά
των δέντρων που δειλά αναθρώσκει
στο φως μικρές αυλές απλώνουν
χρώματα κι ευωδιές, παιχνίδια
χορταριασμένη απλώνουν τη γαλήνη τους
κάτω απ' το πίσω μου μπαλκόνι

είναι μια μέρα καθημερινή
και είναι σαν να λείπουν όλοι
και όμως σαν να είναι όλοι εκεί

γελιέμαι ή μήπως πάλι στα κρυφά
ανθίζει ο κόσμος;



(από τη συλλογή: Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, εκδ. Μανδραγόρας 2007)

*****
(Alle Übersetzungen stammen von mir)

Freitag, 9. November 2012

CHLOE KOUTSOUBELLI * ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

MEIN SCHATTEN

Rennt schneller als ich
dunkel halb zerstückelt
groß schlank riesig wütend
ungeschützt traurig
ich gehe schneller, will ihn berühren
er springt erschreckt weit weg
ist Berührungen nicht gewohnt fürchtet sich
zittert vor dem Licht, der Auflösung, den weiten Reisen
vor den Wörtern Brand-Spinnen
so jung dieser Schatten
ein kleines Mädchen mit Zöpfen
so schnell
so langsam
so unbedacht in seinem fließenden Wesen

Kleiner Luftschatten
wie lange meinst du wirst du noch existieren?


(in meiner Übertragung)






Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ

Τρέχει πιο γρήγορα από μένα
μαύρη μισή κομματιασμένη
ψηλή λιγνή τεράστια θυμωμένη
ανυπεράσπιστη θλιμμένη
ταχύνω το βήμα, πάω να την αγγίξω
τινάζεται μακριά αλαφιασμένη
δεν έχει μάθει αγγίγματα φοβάται
τρέμει το φως την διάλυση τα μακρινά ταξίδια
τα λόγια αράχνες-πυρκαγιές
τόσο νέα αυτή η σκιά
ένα μικρό κορίτσι με πλεξούδες
τόσο γρήγορη
τόσο αργή
τόσο ανόητη μες στη ρευστότητά της

Μικρή σκιά αέρα
πόσο θαρρείς ακόμα θα υπάρχεις;



(από τη συλλογή: ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδ. Γαβριηλίδης)

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...