Freitag, 24. August 2012

YIANNIS EFTHYMIADIS * ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ



An den Ort der absoluten Stille
nehm ich dich nicht mit, mein Freund,
– ich kann und will es nicht –
ich geh allein dorthin. Du kommst später
an meinen Händen eventuell zu riechen
alles was ich berührt.







Στο μέρος της απόλυτης σιωπής
δεν θα σε πάρω μαζί, φίλε μου,
– δεν το μπορώ και δεν το θέλω–
θα πάω μόνος. Εσύ θα ’ρθείς μετά,
μήπως και μυρίσεις στα χέρια μου
όσα άγγιξα.

(από τα "ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ", Μικρή Άρκτος 2010)

FAKHIE TEHIRAN


Ich bin ein Liedersänger
Bin hier und solange ich eine Stimme habe
werde ich den Herrenmenschen widerstehen
indem ich auf weiße Papierblätter schreibe
Ich betrete weder eine Kirche noch eine Moschee

Die dunklen Tage werden vorübergehen
Es werden schöne Tage kommen, gepriesene
über die ihr entscheiden werdet
Fernab von jeder Sklaverei und Unterdrückung der Herrenmenschen

Blumen werden blühen wie im Frühling
in grasgrünen Wiesen
Und glasklares Wasser wird den Quellen entspringen
es wird keinen traurigen Fakhie mehr geben

Doch meine jungen Menschen, ich werde gehen
ihr sollt das Leben lieben und dafür kämpfen
Und ihr, Frauen und Kinder, ihr alle
stellt euch gegen die Herrenmenschen und die Unterdrückung.


(in meiner Übertragung aus dem Griechischen)








Εγώ είμαι ένας τραγουδοποιός
Εἰμαι 'δω και όσο θα 'χω φωνή
Θα αντιστέκομαι στους αφεντάδες
Γράφοντας πάνω σε λευκό χαρτί
Εγώ δεν πάω σε εκκλησία μα ούτε σε τζαμί

Οι μαύρες μέρες θα περάσουν
Θα 'ρθουν όμορφες μέρες τιμημένες
Που γι' αυτές εσείς θα αποφασίσετε
Μακριά από τη σκλαβιά και την καταπίεση των αφεντάδων

Λουλούδια θ' ανθίσουν όπως την άνοιξη
Σε καταπράσινα λιβάδια
Και διάφανα νερά θα τρέχουν από τις πηγές
Δεν θα υπάρχει πια λυπημένος Φακιέ

Όμως νέοι μου, εγώ θα φύγω
Εσείς αγαπήστε τη ζωή και πολεμήστε γι' αυτήν
Κι εσείς γυναίκες, παιδιά, όλοι σας
εναντιωθείτε στους αφεντάδες και την καταπίεση


(η μετάφραση από τα Κουρδικά του Τζεμίλ Τουράν)

Donnerstag, 16. August 2012

RICHARD DAVID PRECHT

«Μπαμπά, γιατί υπάρχουν όλα και όχι τίποτα;»



Ένας άντρας πηγαίνει στην Κίνα περίπατο σ' ένα δάσος. Ξαφνικά συμβαίνει κάτι το αναπάντεχο. Ένα βέλος τον πληγώνει σοβαρά. Και το ιδιαίτερο είναι ότι η άκρη του βέλους ήταν καλά πασαλειμένη με δηλητήριο. Με πολύ κόπο ο άντρας καταφέρνει να συρθεί ως το σπίτι του. Οι φίλοι κι οι συγγενείς του καλούν άμεσα έναν γιατρό, ο οποίος και καταφθάνει σε λίγο. Πριν όμως αφαιρέσει το βέλος, του λέει ο πληγωμένος:
«Στοπ! ένα λεπτό... Πριν μου αφαιρέσετε το βέλος, πείτε μου σας παρακαλώ ποιος το έριξε πάνω μου. Θέλω να το μάθω. Αμέσως! Ήταν ένας πολεμιστής; Ήταν ιερέας; Ήταν ένας πολίτης; Ή μήπως ένας αγρότης;»
«Δεν έχω ιδέα», απάντησε ο γιατρός και άπλωσε το χέρι του για να αφαιρέσει το δηλητηριώδες βέλος από το σώμα του πληγωμένου.
«Στοπ!» φωνάζει εκείνος. «Θέλω οπωσδήποτε πρωτύτερα να ξέρω: Από πού κατάγεται εκείνος που με πλήγωσε; Ήταν κοντός, ψηλός ή μεσαίου αναστήματος;»
«Κι πώς θέλετε να ξέρω εγώ κάτι τέτοιο;» αποκρίθηκε ο γιατρός. «Εσείς πάντως χρειάζεστε άμεση βοήθεια.»
«Όχι, όχι, πρώτα θα μου απαντήσετε στις ερωτήσεις! Τι χρώμα έχει το δέρμα του άντρα; Ήταν μαύρο,απλά σκούρο ή μήπως κίτρινο; Από ποιο χωριό ήταν; Ή μήπως κατάγεται από πύργο; Επίσης: τι τόξο χρησιμοποίησε για να ρίξει το βέλος; Κοντό ή μακρύ;
«Μα δεν το γνωρίζω, ειλικρινά!» είπε ο γιατρός με στόμφο. «Καθήστε, παρακαλώ, ήσυχα και...»
«Στοπ!» φωνάζει ο άντρας. «Πείτε μου το τώρα. Πρέπει να το ξέρω. Είναι για μένα το πιο σημαντικό απ' όλα: τι είδους χορδή είχε το τόξο; Ήταν χορδή ή σύρμα; Κι η άκρη του βέλους; Ήταν γυρτή, ίσια ή ...»
Εκείνη τη στιγμή οι δυνάμεις του εγκατέλειψαν τον άντρα. Το δηλητήριο είχε δράσει κι ο άντρας πέθανε στα χέρια του γιατρού, που δεν του ήταν γραφτό να του αφαιρέσει το βέλος.

...

«Όσκαρ, τι λες να έκανε λάθος ο άνθρωπος της ιστορίας μας;»
«Μα έπρεπε φυσικά να αφήσει να του αφαιρέσουν το βέλος.»
«Έτσι, χαμένος μέσα στις πολλές του ερωτήσεις ξέχασε το πιο Ουσιώδες και πιο σημαντικό. Αυτό που θέλει να μας διδάξει η ιστορία αυτή είναι ότι στη ζωή το πιο σπουδαίο δεν είναι να μάθουμε από πού προέρχεται κάτι και ποιος το δημιούργησε. Ούτε και γιατί υπάρχουν όλα. Γιατί το πραγματικά σημαντικότερο απ' όλα είναι η ίδια η ζωή! Το καταλαβαίνεις αυτό Όσκαρ;»
«Και φυσικά!»

Αρμονικά βαδίζουμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Πατέρας και γιος, δυο άτομα που ψάχνουν την ευτυχία ανάμεσα σε άλλα τόσα δισεκατομμύρια.

«Μπαμπά, έχω άλλη μια ερώτηση...»
«Λέγε!»
«Τελικά ποιος έριξε το βέλος πάνω στον άντρα εκείνον;»
(η μετάφραση δική μου)



(Έτσι τελειώνει το βιβλίο του Richard David Precht: Warum gibt es alles und nicht nichts? (Γιατί υπάρχουν όλα και όχι τίποτα;)
Ο νέος στην ηλικία γερμανός φιλόσοφος Πρεχτ που εντυπωσίασε το γερμανικό αναγνωστικό (και όχι μόνο) κοινό της Γερμανίας πριν μερικά χρόνια με το βιβλίο του «Ποιος είμαι - και αν ναι, πόσοι;», ξαναπιάνει σε τούτο το βιβλίο το νήμα των βασικών ερωτήσεων που απασχόλησαν τους φιλοσόφους όλων των εποχών και προσπαθεί να εισαγάγει παιδιά στις απαντήσεις που είχαν δώσει...
Ως συνομιλητή του χρησιμοποιεί τον μικρό του γιο Όσκαρ, που στους ατέλειωτους περιπάτους τους στο Βερολίνο και τις επισκέψεις τους σε διάφορα μέρη του κάνει ερωτήσεις όπως: Γιατί υπάρχω; Είμαι εγώ πραγματικά εγώ; Τι είναι το πιο σημαντικό στη ζωή; Επιτρὲπεται να τρώμε τα ζώα; Γιατί οι άνθρωποι έχουν στενοχώριες; Τι είναι ελευθερία; κ.ά.π.)

Sonntag, 12. August 2012

RAINER MARIA RILKE

Πριν απ' την θερινή βροχή

Με μιας από το πράσινο του πάρκου
κάτι αφαίρεσαν, κανείς δεν ξέρει τι
το νοιώθεις να σιμώνει στα παράθυρα
κι ύστερα να σωπαίνει. Επίμονα και δυνατά

ηχεί μέσ' απ' τα δέντρα η βροχή,
σκέφτεσαι κάποιον Ιερώνυμο:
αυξάνονται τόσο πολύ ζήλος και μοναξιά
ετούτης της φωνής που θε να εισακουσθεί

απ' την καταποντή. Μας εγκατέλειψαν της
αίθουσας οι τοίχοι αντάμα με τους πίνακές,
θρρείς και όσα λέμε δεν έπρεπε ν' ακούσουν.

Ξεθωριασμένες οι ταπετσαρίες αντανακλούν
των δειλινών το ακαθόριστο φως,
που τόσο μας εφόβιζαν σαν ήμασταν παιδιά.

(απο τη συλλογή: Νέα Ποιήματα, 1907
σε δική μου μετάφραση)





Vor dem Sommerregen

Auf einmal ist aus allem Grün im Park
man weiß nicht was, ein Etwas, fortgenommen;
man fühlt ihn näher an die Fenster kommen
und schweigsam sein. Inständig nur und stark

ertönt aus dem Gehölz der Regenpfeifer,
man denkt an einen Hieronymus:
so sehr steigt irgend Einsamkeit und Eifer
aus dieser einen Stimme, die der Guß

erhören wird. Des Saales Wände sind
mit ihren Bildern von uns fortgetreten,
als dürften sie nicht hören was wir sagen.

Es spiegeln die verblichenen Tapeten
das ungewisse Licht von Nachmittagen,
in denen man sich fürchtete als Kind.

(aus: Neue Gedichte (1907)

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...