Dienstag, 31. Mai 2011

Η ΛΙΜΝΗ


κάτσε τώρα λιγάκι να ξαποστάσεις... εδώ, να σου πω και την ιστορία για κείνο το κοριτσάκι που διψούσε η καρδούλα του για λίγη ζεστασιά...
‎...πήρε λοιπόν μια μέρα την απόφαση και βγήκε στο δρόμο... πέρασε κάμπους και βουνά κι η μόνη συντροφιά της ήταν κάτι ταξιδιάρικα πουλιά... κάποτε κουράστηκε κι έκατσε κάτω από μιαν ιτιά. κοιτούσε μπροστά της την πράσινη λίμνη και τις φυσαλλίδες που εμφανίζονταν κάθε λίγο στην επιφάνειά της και συλλογίζονταν πόσο τυχερή είναι, που αυτή μπορούσε ν' ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, να τραγουδήσει... 
κι ας μην ήταν κανείς εκεί να την ακούσει...!




Mittwoch, 25. Mai 2011

ΒΟΤΣΑΛΟ



χρόνια τώρα 
δεν ξέρω πόσα... 
είμαι εκεί! 
ανάμεσα στις αδελφές μου 
κι εγώ - μια πέτρα σκληρή 
μικρή και άφανη... 
προσμένοντας κάθε πρωί 
ένα ζεστό του ήλιου χάδι... 
πάνω στο λιόγερμα 
ποθώ 
μια στάλα μοναχά νερό 
να ξεδιψάσω
μ' αυτό είναι αρμυρό
τα σωθικά μού καίει 
και μένει έτσι 
άσβεστη
η φωτιά...! 

(με αφορμή τη φωτογραφία ενός φίλου - ετούτη εδώ είναι δική μου!)

http://www.youtube.com/watch?v=OehmOuRQZI8&feature=related 

Samstag, 21. Mai 2011

KONSTANTIN WECKER


Ερωτικό
 
Τα βράδια να κάθομαι θα 'θελα μαζί σου σε ξένα μπαλκόνια
το φως ζεστό να 'ταν κι η ατμόσφαιρα όχι πια τόσο φωτεινή
Θα τα πήγαινα καλά μαζί σου και θα ξε-ιδρώναμε από πάνω μας τη μέρα
Τότε, ναι τότε μπορεί και να σ' αγαπούσα.

Κι ύστερα, έτσι απλά
απλώνομαι μέσα σου
περνάμε στην ουσία
κι ύστερα ζούμε.
Και το χαμόγελό σου πέφτει σε μικρές μπουκίτσες
πάνω μου.
 
Τα βράδια να ιππεύσω μαζί σου θα 'θελα, καβάλα σε ψηλόσωμα άλογα
κι οι αγροί, οι αγροί να λιώνουν κάτω από τα βήματά μας.
Ο ήλιος να πεθαίνει σαν ένα ζώο και να τον βλέπεις να ανοίγει τα μάτια διάπλατα.
Κι εμείς να εισβάλουμε στο κόκκινό του και να πεθαίνουμε μαζί του.
 
(η μετάφραση δική μου)
 

http://www.youtube.com/watch?v=yWg1ZxO7PlE

 Liebeslied

Ich möchte am Abend mit dir auf fremden Balkonen sitzen,
das Licht wäre mollig und die Luft nicht mehr grell.
Ich käme gut aus mit mir, und wir würden den Tag rausschwitzen
Dann könnt ich dich lieben, eventuell.

Und dann breit ich mich
einfach aus in dir,
wir werden wesentlich,
und dann leben wir.
Und dein Lächeln fällt in kleinen Bissen
herab zu mir.

Ich möcht gegen Abend mit dir auf behäbigen Pferden reiten,
und das Land, das Land zerfließt unter unserem Schritt.
Die Sonne stirbt wie ein Tier, und man sieht sie die Augen weiten.
Und wir ziehn in ihr Rot und sterben mit.



Sonntag, 15. Mai 2011

UNHEILIG

Αστέρι μου

Μέσα στο βάθος των ματιών σου
άπλετη βλέπω εμπιστοσύνη
ζεστασιά η ψυχή μου πλημμυρίζει
το βλέμμα σου άκρως ελπιδοφόρο
βιάζεσαι τώρα πολύ να 'ρθεις
μου απλώνεις τα χέρια
λιγάκι ακόμα
και μ' έφτασες

Αστέρι μου, αστέρι μου

σφιχταγκαλιασμένος κάθομαι λοιπόν
τώρα κοντά σου, μόνο μ' εσένα
Ζω τη στιγμή μονάχα
αχ! να μην τέλειωνε ποτέ

Αυτή σου η ατέρμονη τάση για δράση
κι η τρυφερότητα της ύπαρξής σου
με κάνουν κι απορώ
πώς γίνεται, αφού είναι τόσο μικρή ακόμα η καρδιά σου

Αστέρι μου, αστέρι μου

Οι πράξεις σου αμερόληπτες
δεν ξέρεις τι είναι ενδοιασμοί
Είσαι η κινητήρια δύναμη όλων μου των προσπαθειών
σαν αντικρύζω το πρόσωπό σου
Αστέρι μου

Απελευθερώνεις μέσα μου τη στείρα σκέψη
και διαλύεις το σκυθρωπό μου βλέμμα
αποσπάς την προσοχή μου πάνω σου
κι έτσι τώρα κοιτώ πίσω, σε σένα

Ένα μονάχα κομματάκι του πλάσματος αυτού
θα 'θελα να μου χαριστεί ξανά
πόσο παράξενα η ζωή κυλά
και το καθάριο βλέμμα θολώνει, τόσο συχνά

Κοιτάζω πίσω, στα μάτια σου
τι καθαρά και ξάστερα που είναι
Ζω τώρα τη στιγμή
αχ! να μην τέλειωνε ποτέ

(η μετάφραση δική μου)



Mein Stern

In den Weiten deiner Augen
Seh ich grosse Zuversicht
Wärme flutet meine Seele
Voller Hoffnung ist dein Blick
Strebst nun auf mit großer Eile
Streckst die Arme aus zu mir
Dauert eine kleine Weile
Angekommen nun bei mir

Mein Stern - Mein Stern

Eng umschlossen sitze ich hier
Nun ganz nah mit dir allein
Lebe nur den Augenblick
Könnt er doch bloss endlos sein

Dein grenzenloser Drang nach Taten
Und die Zartheit deines Seins
Lassen mich sooft erstaunen
Ist dein Herz doch noch so klein

Mein Stern - Mein Stern

Unbefangen ist dein Handeln
Vorbehalte kennst du nicht
Bist der Antrieb meines Strebens
Sehe ich in dein Gesicht

Befreist in mir das starre Denken
Und löst in mir den tristen Blick
Lässt den Fokus auf dich lenken
Schaue nun zu dir zurück

Nur ein Stück von diesem Wesen
Wünsch ich mir für mich zurück
Wundersam verläuft das Leben
Trübt sooft den klaren Blick

Schau zurück in deine Augen
Sind sie doch so klar und rein
Lebe jetzt den Augenblick
Könnt er doch nur endlos sein

Mittwoch, 11. Mai 2011

ΣΙΛΒΑΝΑ



- Πώς να την πω, μαμά; Τι όνομα να της δώσω;
- Να την πεις Βάσω! Τα παιδιά δίνουν στα παιδιά τους το όνομα των γονιών τους!
- Μαμά μου, μη θυμώνεις, αλλά το Βάσω δεν μ' αρέσει;
- Ε, τότε να την πεις Ευδοκία, το όνομα της γιαγιάς σου που σ' αγαπά τόσο πολύ, κι εσύ εκείνην άλλο τόσο!
- Ούτε κι αυτό μ' αρέσει...
Τους είχα σκάσει όλους μ' αυτό το πρόβλημα! Μέρες τώρα το μόνο θέμα που άνοιγα κάθε απόγευμα μετά τον μεσημεριανό ύπνο ήταν τι όνομα θα έδινα στην κούκλα μου...
- Σοφουλίτσα, δεν τη λες Σιλβάνα να τελειώνουμε; πετάχτηκε τότε ο θείος Γιάννης, που λάτρευε την Σιλβάνα Μανιάνο κι έπινε εκείνη την ώρα τον απογευματινό του καφέ στην αυλή μας.
Σιγά που ήξερα εγώ ποια ήταν η Σιλβάνα Μανιάνο, αλλά: πρώτον μου άρεζε που ο θείος με φώναζε Σοφουλίτσα (ακόμα και σήμερα όταν τηλεφωνά για να μου ευχηθεί Χρόνια Πολλά, τι κάνεις Σοφουλίτσα, με ρωτά!) και δεύτερον ενθουσιάστηκα αμέσως με το όνομα που ηχούσε εξωτικό στα παιδικά μου αυτιά. Η απόφαση πάρθηκε και μέσα στο μυαλουδάκι μου έστελνα ήδη τις προσκλήσεις για την βάφτισή της, γιατί ένα ήταν σίγουρο: ήθελα να δουν όλες οι φίλες μου ότι επιτέλους απέκτησα κι εγώ μια κούκλα και θα τους την παρουσίαζα με όλη την επισημότητα που της άρμοζε...
Οι Αθηναίοι θείοι μού την είχαν φέρει όταν μας επισκέφτηκαν εκείνο το καλοκαίρι. Τι χαρά έκανα, απερίγραπτη! Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι. Όχι, δεν την έβλεπα καθόλου σαν παιχνίδι, περισσότερο σαν παιδί μου την έβλεπα - την αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά της έκανα συχνά παρατηρήσεις: μη μιλάς εσύ όταν μιλούν οι μεγάλοι, όταν βήχεις να βάζεις το χέρι σου μπροστά στο στόμα, κλείσε τα πόδια σου όταν κάθεσαι να μη φαίνεται το βρακάκι σου... αλλά την λάτρευα.
Ήταν από μαλακό πλαστικό και μύριζε πολύ όμορφα, ολόξανθη με μακριά μαλλιά που μπορούσα να τα λούζω και να τα χτενίζω (τις έφτιαχνα πλεξούδες, της έβαζα τσιμπιδάκια και κορδελάκια), είχε μάτια γαλανά (νόμίζω από τότε έχω την τρέλλα με τα γαλανά μάτια - κάποτε έλεγα θα παντρευτώ, μόνο αν βρω άντρα με γαλανά μάτια...), φορούσε ένα ροζ κοντομάνικο φορεματάκι με φουρό, άσπρα πλαστικά παπουτσάκια και ροζ σοσονάκια.
Το πρωί πριν πάω στο σχολείο (νήπιο πήγαινα τότε, θαρρώ) την κάθιζα όμορφα όμορφα ανάμεσα στα δύο μεγάλα κεντητά μαξιλάρια του ντιβανιού, τη νουθετούσα να είναι φρόνιμη ώσπου να γυρίσω, της έδινα ένα φιλάκι κι έφευγα. Όταν γυρνούσα από το σχολείο βιαζόμουν να φάω και να κάνω τα μαθήματά μου για να έχω μετά χρόνο να παίξω με την Σιλβάνα.  Όπου κι αν πήγαινα το απόγευμα ή τα Σαββατοκύριακα, την έπαιρνα πάντα μαζί μου.
Όταν ξεκίνησαν οι θερινές διακοπές, ήρθε στο χωριό από την Θεσσαλονίκη να μείνει στη γιαγιά της για ένα Παρασκευοσαββατοκύριακο, πριν πάει μαζί με όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου στην κατασκήνωση, η Σοφούλα η ορφανή. Συνεννοηθήκαμε μαζί με την Ελισσώ (η Ελισσώ ήταν η καλύτερη φίλη μου) να πάμε μαζί με και με τ' άλλα κορίτσια να τη δούμε και να παίξουμε όλες μαζί με τις κούκλες μας. Η Σοφούλα είχε θείους στη Γερμανία κι επειδή έχασε πολύ νωρίς τους γονείς της - της έστελναν κάθε τόσο διάφορα παιχνίδια, που εμείς ούτε να φανταστούμε μπορούσαμε ότι υπάρχουν. Έτσι και τώρα μας είχε μια έκπληξη: Αντί για κούκλα, είχε φέρει μαζί της έναν κούκλο!
Μόλις τον αντίκρυσε η Σιλβάνα τον ερωτεύτηκε αμέσως. Πετάρισαν τα μακριά της βλέφαρα ντροπαλά κι ένα ελαφρύ ροζ κάλυψε για λίγο τα μαγουλάκια της. Οι άλλες κούκλες έκαναν αμέσως έναν κύκλο γύρω του κι άρχισαν τα χαχανητά και τις φλυαρίες - μόνο και μόνο για να τις προσέξει. Εκείνος κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι προς το μέρος της Σιλβάνας, που καθόταν δίπλα μου διστακτική να μπει στο παιχνίδι των άλλων, και προσπαθούσε με το βλέμμα του να διερευνήσει τις σκέψεις και τα αισθήματά της. Μου ζήτησε να πάμε σπίτι. Δεν το κουβεντιάσαμε, μα την καταλάβαινα απολύτως!
Αχάραγα σχεδόν την άλλη μέρα, νάσου και χτυπά η πόρτα του σπιτιού μας. Η Σοφούλα ήταν με τον Κούκλο κι ήθελε οπωσδήποτε να μου πει κάτι μυστικά. Πήρα τη Σιλβάνα και βγήκα έξω στην αυλή. Δεν μου διέφυγε, πώς κοιτάχτηκαν τα δυο κουκλιά μας, ούτε και που εκείνος άπλωσε τρυφερά το χέρι του για χαιρετισμό πάνω στον ώμο της.
-Βλέπεις, να γι' αυτό ήρθαμε, έκανε η Σοφούλα. Από την ώρα που φύγατε χτες, μούτρωσε και δεν έιχε όρεξη για τίποτα. Έπρεπε να του υποσχεθώ πως θα ρθούμε πρωί πρωί να σας επισκεφτούμε, για να πέσει να κοιμηθεί...
Βάλαμε τη Σιλβάνα και τον Κούκλο να καθίσουν δίπλα δίπλα και αφού τη ρώτησα πώς περνούσε εκεί στο ορφανοτροφείο, η Σοφούλα άρχισε να μου διηγείται διάφορες όμορφες και άλλες πιο δυσάρεστες ιστορίες. Όλη την ώρα έπιανα σε πεταχτές ματιές τον Κούκλο να έχει εντωμεταξύ αγκαλιάσει με το ένα χέρι για τα καλά την Σιλβάνα, να της χαιδεύει τα μαλλιά και να της μιλάει απλώνοντας κάπου κάπου το άλλο χέρι και δείχνοντάς της κάτι πέρα μακριά. Εκείνη έστρεφε το κεφάλι να δει κι έτσι, σε μια τέτοια στιγμή βρέθηκαν τα πρόσωπά τους κολλητά - δεν έχασε εκείνος ευκαιρία και κόλλησε τα χείλη του επάνω στα δικά της.
-Θέλει να την παντρευτεί, είπε η Σοφούλα, την ερωτεύτηκε τρελά! Τι λες; Να τους παντρέψουμε;
-Και γιατί όχι; απάντησα αμέσως χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. Σιγά που θα ήμουν εγώ αυτή που θα έμπαινε εμπόδιο στην ευτυχία τους... Πότε όμως;
-Σήμερα το βράδυ, γιατί αύριο το μεσημέρι θα έρθουν να με πάρουν για την κατασκήνωση. Τι λες; Θα πω εγώ και στ' άλλα τα κορίτσια να έρθουν και θα συναντηθούμε το βραδάκι στη ρεματιά.
Συμφώνησα κι έτρεξα αμέσως απέναντι στον μύλο να βρω τον Στέλιο να του πω τα νέα. Ο Στέλιος δεν ήταν σπίτι - καλύτερα, γιατί μπορεί και να με κορόιδευε, όπως συνήθως και να μου έλεγε ότι η ζωή δεν είναι παραμύθι και να μου χαλούσε τη χαρά!
Όλα έγιναν με την επισημότητα που τους άρμοζε, με κόσμο πολύ, φίλες και φίλους, όμορφη, σύντομη τελετή, φαγοπότι με πολύ νερό από το ρέμα και βατόμουρα και σύκα, γλέντι τρικούβερτο που το διαλύσαμε μόλις άρχισαν να αντηχούν οι πρώτες φωνές: Σοφούλααααααααααααααα! Έλα σπίτι γρήγορα, πού είσαι; Νύχτωσεεεεεεεεεεεεε!
Μαζεύτηκα αμέσως, αγκάλιασα για τελευταία φορά τη Σιλβάνα, της έδωσα ένα ατέλειωτο φιλί κι έτρεξα για το σπίτι....

Πέρασαν πολλές βδομάδες ώσπου να παρατηρήσει η μητέρα μου ότι κάτι λείπει κι ότι κι εγώ τον τελευταίο καιρό ήμουνα ...κάπως.
-Δε μου λες, πού είναι  η Σιλβάνα; ρώτησε μια μέρα.
-Εσύ όταν παντρεύτηκες έμεινες με τη μαμά σου; την αποστόμωσα και της αφηγήθηκα όλη την ιστορία!
Άκουσα τις κατσάδες της ζωής μου από τη μητέρα μου εκείνο το καλοκαίρι πριν φύγει για τη Γερμανία, ακολουθώντας τον δικό της ...Κούκλο!

(Με αφορμή ένα κόκκινο τρενάκι που έστειλε μια νεράιδα σε ταξίδι πριν αρκετό καιρό και που έκανε μια μεγάλη στάση εδώ...  και μου ξεσήκωσε αναμνήσεις!)

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...