Donnerstag, 29. Dezember 2011

ARJYRIS CHIONIS - ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ (22.4.1943 - 25.12.2011)

DA SIND ZWEI MENSCHEN, der eine hält ein Messer in der Hand, der andere ohne Waffe.

Derjenige mit dem Messer sagt zum anderen: „Ich werde dich töten“.
Aber warum?“ fragt der ohne Waffe, „was hab ich dir angetan? Wir sehen uns doch zum ersten Mal. Weder kenne ich dich noch du mich.“
Genau deswegen werde ich dich töten. Würden wir uns kennen, hätte sein können, dass ich dich liebe“, sagt der mit dem Messer.
Oder aber auch mich hassen“, sagt der ohne Waffe, „mich so sehr hassen, dass du mich mit großer Freude töten würdest. Warum solltest du ein solches Vergnügen entbehren? Komm, lass uns einander kennenlernen.“
Und wenn ich dich lieben lerne“, beharrt der mit dem Messer, „was macht dann dieses Messer?“
Oh, hab keine Angst“, sagt der ohne Waffe, „sogar die Liebe kann töten. Und dann ist das Vergnügen noch größer.“


(in meiner Übertragung)








ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος.
Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: «Θα σε σκοτώσω».
«Μα γιατί», ρωτά ο άοπλος, «τι σου 'χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις».
«Γι' αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν μπορεί να σ' αγαπούσα», λέει αυτός με το μαχαίρι.
«Ή και να με μισούσες», λέει ο άοπλος, «να με μισούσες τόσο που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε».
«Κι αν σ' αγαπήσω», επιμένει ο οπλισμένος, «αν σ' αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;»
«Ω, μη φοβάσαι», λέει ο άοπλος, «σκοτώνει ακόμη κι η αγάπη. Και, τότε, είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση».

(από τα Aσήμαντα περιστατικά)

Dienstag, 20. Dezember 2011

YIANNIS EFTHYMIADIS * ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ

Die Wörter sind Geist, sie sind der Geist des Gedichts.
Unfassbarer, undenkbarer Geist, der in meinem,
in deinem Hirn tanzt. Die Stimme ist der Körper.
Eine exquisite Stimme
ist der begehrte Körper des Gedichts
sensorische Schauder auf ihr geritzt
an den Flanken,
an den Fingerspitzen,
an der besten Membran ihrer Haut.
Nur bleiben meine Worte faltenfrei,
und doch altert deine Stimme und damit
auch der Körper meines Gedichts. Welcher Geist wünschte je
in einem gealterten Körper zu wohnen?
Und wie wenig oder unmöglich ist eine Reinkarnation?
Niemals, wird ein Körper wie deine Stimme in mir sein.


(aus der Sammlung: BRIEFE AN DEN PRINZEN - in meiner Übertragung)







 
Οι λέξεις είναι πνεύμα, είναι το πνεύμα του ποιήματος.
Άπιαστο πνεύμα, ασύλληπτο, χορεύει μέσα στο μυαλό μου,
στο μυαλό σου. Η φωνή είναι το σώμα.
Μια εξαίσια φωνή
είναι το ποθητό σώμα του ποιήματος
... με χαραγμένα πάνω της αισθητήρια ρίγη
στους λαγόνες,
στ’ ακροδάχτυλα,
στο πιο κρουστό της δέρμα.
Μόνο που μένουν αρυτίδωτα τα λόγια μου,
κι όμως γερνάει η φωνή σου και μαζί
το σώμα του ποιήματός μου. Ποιο πνεύμα θέλησε ποτέ
να κατοικήσει σε γερασμένο σώμα;
Και πόσο λίγη ή και ανέφικτη είναι μια μετενσάρκωση;
Ποτέ, κανένα σώμα δεν θα ’ναι όπως η φωνή σου μέσα μου.
 
(από τα ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ)

Samstag, 17. Dezember 2011

NIKOS KOFIDIS - ΝΙΚΟΣ ΚΩΦΙΔΗΣ


Abwesenheiten - Anwesenheiten


Du fürchtest dich
wovor?
Du sprichst
schweigst
weinst
in dunklen Kammern
wehklagst die Zeit
die du verschenkst
indem du dich selbst tötest,
du ballst die Fäuste
ich steh es durch,
nein,
Flüstern
Schreien
leerer Blick
tote Schritte,
im leeren Zimmer
auf und ab
auf und ab
leere Wände
Licht,
nirgends Licht,
du nagelst den Schmerz
auf den Boden,
weihst ihn mit Tränen...
einen Moment lang
beleuchtet ein Lichtstrahl
den Bilderrahmen
eine Tochter darin
eine Ehefrau
lächelt dich an,
es könnte auch ein Vogel sein
oder ein Frosch
nicht von Bedeutung
du bist nicht allein...

du sprichst
schweigst
du fürchtest dich
erstickst die Liebes-Sehnsucht
in falsche Atemzüge,
virtuelles Leben
Abwesenheiten
du entblößt die Brust
und Scham saugt an der Warze
es schmerzt
es schmerzt
so lass doch endlich los
erlaube der Liebe zu saugen
erlaube dem Leben zu saugen
sei stolz,
ich lebe
so wie ich es will
ich merke mir die Anwesenheit
jener, die ich liebe,
du bist hier
reich mir deine Hand
ich liebe dich.


(in meiner Übertragung)


foto: sophia georgallidis


Απουσίες - Παρουσίες


Φοβάσαι,
τι φοβάσαι,
μιλάς
σωπαίνεις
κλαίς,
σε σκοτεινές κάμαρες,
μοιρολογείς τον χρόνο
που χαρίζεις
σκοτώνοντας τον εαυτό σου,
σφίγγεις τις γροθιές
θ'αντέξω,
όχι,
ψύθιρος
κραυγές
άδειο βλέμμα,
βήματα νεκρά
στο άδειο δωμάτιο,
πάνω-κάτω
πάνω-κάτω,
άδειοι τοίχοι,
φως,
πουθενά φώς,
καρφώνεις τον πόνο
στο πάτωμα,
τον καθαγιάζεις με δάκρυα,..
κάποια στιγμή
μιά δέσμη
φωτίζει ένα καδράκι,
μιά κόρη μέσα του
μιά κυρά
σου χαμογελα,
μπορεί και να είναι πουλί,
ή πάλι ένα βατράχι
τι σημασία έχει
δεν είσαι μόνος,..

μιλάς,
σωπαίνεις,
φοβάσαι
τι φοβάσαι,
πνίγεις τους έρωτες
σε ψεύτικες ανάσες,
ζωή εικονική,
απουσίες,
ανοίγεις τα στήθη
στην ρόγα βυζαίνει η ντροπή,
πονάς,
πονάς,
ξέσπασε επιτέλους
άσε να βυζάξει ο έρωτας
άσε να βυζάξει η ζωή
περηφανέψου,
ζώ,
όπως θέλω,
αυτών που αγαπώ
παίρνω παρουσίες,
είσαι εδώ
δόσ μου το χέρι σου
σ'αγαπώ.

Dienstag, 13. Dezember 2011

RAINER MARIA RILKE


Μέρα φθινοπωρινή

Κύριε, ήρθ' ο καιρός. Πολύ μακρύ το καλοκαίρι.
Κάλυψε με τη σκιά σου του ήλιου τα ρολόγια,
και στους λειμώνες τ' ουρανού αμόλυσε ανέμους.

Δώσ' εντολή στους τελευταίους καρπούς να ωριμάσουν
δώσε τους ακόμα δυο νοτιότερες ημέρες,
στρίμωξέ τους να ολοκληρωθούν, κι εσύ
κυνήγα την ύστερη γλύκα του βαριού κρασιού.

Όποιος τώρα σπίτι δεν έχει, ποτέ του δεν θ' αξιωθεί να χτίσει.
Κι όποιος μονάχος είναι, μονάχος για πολύ καιρό θα μείνει
θα αγρυπνά και θα διαβάζει και γράμματα μακροσκελή θα γράφει
στις λεωφόρους ανήσυχος θα τριγυρνά
όταν τα φύλλα θα ταξιδεύουν μακριά.


(η μετάφραση δική μου)







Herbsttag


Herr, es ist Zeit. Der Sommer war sehr groß.
Leg deinen Schatten auf die Sonnenuhren,
und auf den Fluren lass die Winde los.

Befiehl den letzten Früchten, voll zu sein;
gib ihnen noch zwei südlichere Tage,
dränge sie zur Vollendung hin, und jage
die letzte Süße in den schweren Wein.

Wer jetzt kein Haus hat, baut sich keines mehr.
Wer jetzt allein ist, wird es lange bleiben,
wird wachen, lesen, lange Briefe schreiben
und wird in den Alleen hin und her
unruhig wandern, wenn die Blätter treiben.

Dienstag, 29. November 2011

VANGELIS FILOS


Wir

Als es soweit war
wir, flüstertest du und gingst fort.
Wir, murmelte der Mond
und streichelte dabei das Meer.
Wir, rufe auch ich nachts
zu meinem Schatten.


(in meiner Übertragung)






ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΦΙΛΟΣ

Εμείς

Σαν ήρθε η ώρα,
εμείς, ψιθύρισες κι έφυγες.
Εμείς, μουρμουρίζει το φεγγάρι
χαϊδεύοντας τη θάλασσα.
Εμείς, φωνάζω κι εγώ τις νύχτες
στη σκιά μου.

Montag, 3. Oktober 2011

NIKOS KOFIDIS * ΝΙΚΟΣ ΚΩΦΙΔΗΣ


Unendliche Stille
ermüdet warte ich
auf den Klang der Abwesenheit,
Selbstbetrug,
Selbstbetrug
ich höre ihr Lachen
und es ist die Heilung
für meine abgetrennte Hälfte,
die Augen nass
von den Nachzöglingstropfen
der Tränen
ich sehe
wie die Flut ihrer Haarpracht
aus Ebenholz
der Dunkelheit der Sehnsucht gleichend
auf meine Brust strömt
Selbstbetrug,
Selbstbetrug
eine Liebkosung gleitet über meinen Körper
wie Balsamöl
auf den Wunden der Erwartung
ich suchte nach seiner Hand
sie zu küssen,
Selbstbetrug,
ich führte meine Finger
an die Spitze der Lippen
meinte, du hättest mich geküsst
dort,
Selbstbetrug,
auch dies' Selbstbetrug,
besiegt
verkroch ich mich in den Schlupfwinkel der Leere,
Kreuze, viele Kreuze
unzählige Kreuze
unter meinen geschlossenen
Lidern,
gekreuzigt meine Hoffnungen
sie waren kein Selbstbetrug

(in meiner Übertragung)

https://www.youtube.com/watch?v=Q4oInT79CUk

Απέραντη σιωπή,
αποσταμένος καρτερώ
τον ήχο της απουσίας,
αυταπάτη,
αυταπάτη
ακούω το γέλιο της
και είναι ίαση
στο κομένο μου μισό,
μάτια υγρά
από τα στερνοπούλια
των δακρύων,
τον χείμαρο των μαλιών της
βλέπω
εβένινα
σαν του πόθου το σκοτάδι
να κυλούν στο στήθος μου,
αυταπάτη,
αυταπάτη
ένα χάδι κυλα στο σώμα μου
σα λαδάκι
στις πληγές της προσμονής
έψαξα να βρω το χέρι του
ευλαβικά να το φιλήσω,
αυταπάτη,
έφερα τα δάχτυλα
στ' ακροχείλι
νόμισα πως με φίλησες
εκεί,
αυταπάτη,
κι αυτό αυταπάτη,
νικημένος
σύρθηκα ως την γωνιά του κενού,
σταυροί,πολλοί σταυροί,
αμέτρητοι σταυροί
κάτω από τα κλειστά μου
βλέφαρα,
σταυρωμένες οι ελπίδες μου
δεν ήταν αυταπάτη..

Freitag, 2. September 2011

ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΠΑΛΗΚΑΡΑΣ


Κόκκινη γραμμή

Την κόκκινη γραμμή που χάνεται
ακολουθώ
και χάνομαι
Σε αγκαλιές
που ανοίγουν και κλείνουν
σε γαλάζια μάτια που ζαλίζουν


Την κόκκινη γραμμή που χάνεται
ακολουθώ
και χάνομαι
στη σκόνη
στον άνεμο
στον καλπασμό
άλογων ανθρώπων
αφηνιασμένων ερωτευμένων


Την κόκκινη γραμμή που χάνεται...
μιας γυναίκας που γεννάει
μιας γυναίκας που γελάει


Την κόκκινη γραμμή που χάνεται...
μιας σφαίρας που κούρνιασε
στην καρδιά του αγαπημένου της


Την κόκκινη γραμμή...
κι ο πελαργός που προσγειώθηκε
στο καμπαναριό μιας εκκλησίας
πάντα η φωλιά του


Την κόκκινη γραμμή που χάνεται
στο άπειρο επ' άπειρο θ' ακολουθώ
και θα χαθώ
σε μια κόκκινη θάλασσα
μ' ενα κόκκινο άλογο
μέσα στο μαύρο σκοτάδι


κι έτσι κόκκινος κόκκινος καθώς θα γίνω
θα μοιάζω με φάρος
και θα ρίχνω το φως μου
στους άσπρους γλάρους
και στα καράβια του κόσμου.






APOSTOLIS PALIKARAS
Rote Linie


Der schwindenden roten Linie
folgend
verschwinde ich
in Arme
die sich öffnen und schließen
in blaue Augen, dem Schindel nah

Der schwindenden roten Linie
folgend
verschwinde ich
im Staub
im Wind
im Galopp
stummer Menschen
wildgewordener Verliebten

Der schwindenden roten Linie...
einer gebärenden Frau
einer lachenden Frau

Der schwindenden roten Linie...
einer Kugel, die sich einnistete
im Herzen ihres Geliebten

Der schwindenden roten Linie...
und der Storch, der gelandet ist
sein Nest immer
auf dem Glockenturm einer Kirche

Der schwindenden roten Linie
immerdar bis ins Unendliche werde ich folgen
und verschwinden
in ein rotes Meer
mit einem roten Pferd
in die schwarze Dunkelheit

und so knallrot, wie ich werde
werde ich einem Leuchtturm ähneln
und mein Licht ausstrahlen
auf die weißen Möwen
und die Schiffe der Welt.

(in meiner Übersetzung)

Samstag, 30. Juli 2011

RAINER MARIA RILKE

Ωδή

Εσύ, που δεν σου λέω πως τις νυχτιές
κλαίω ξαπλωμένος,
που η ύπαρξή σου με κουράζει
ωσαν ένα νανούρισμα.
Σύ, που δεν μου λες ότι για μένα
ξάγρυπνη μένεις:
Τι θα 'λεγες αν
τούτο το μεγαλείο δεν το ξεδιψούσαμε
παρά μονάχα μέσα μας βαθειά τ' αντέχαμε;

- - - - -
Δες τους Ερωτευμένους
σαν τις εξομολογήσεις αρχινάν
ψεύδονται τόσο γρήγορα.
- - - - -

Εσύ μοναχικό με κάνεις. Κι εσένα μόνο να ανταλλάξω δύναμαι.
Για λίγο είσαι εσύ κι ύστερα πάλι είναι ο φλοίσβος
ή πάλι κάποιο άρωμα εξατμισμένο.
Αχ! Μέσ' απ' τα χέρια μου τα 'χασα όλα,
μονάχα εσύ δεν παύεις να γεννιέσαι:
και σε κρατώ σφιχτά, γιατί ποτέ δεν σε σταμάτησα.

Από τις σημειώσεις του Malte Laurids Brigge


(η μετάφραση δική μου)

***

Lied

Du, der ichs nicht sage, daß ich bei Nacht
weinend liege,
deren Wesen mich Müde macht
wie eine Wiege.
Du, die mir nicht sagt, wenn sie wacht
meinetwillen:
wie, wenn wir diese Pracht
ohne zu stillen
in uns ertrügen?
- - - - -
Sieh dir die Liebenden an,
wenn erst das Bekennen begann,
wie bald sie lügen.
- - - - -
Du machst mich allein. Dich einzig kann ich vertauschen.
Eine Weile bist du's, dann wieder ist es das Rauschen,
oder es ist ein Duft ohne Rest.
Ach, in den Armen hab ich sie alle verloren,
du nur, du wirst immer wieder geboren:
weil ich niemals dich anhielt, halt ich dich fest.


Aus den Aufzeichnungen des Malte Laurids Brigge

Mittwoch, 27. Juli 2011

NIKOS PLOMARITIS - ΝΙΚΟΣ ΠΛΩΜΑΡΙΤΗΣ


Wie sehr Du mir fehlst

Das Blaue besinge ich mit deinen Lippen
zwei Monde entgleisten, deine Augen zu gestalten
deinen Mund küsste ich als läse ich Wein
Sternschnuppen entflohen und ich wurde zerstückelt.

Unvorhersehbarer Wind deine warme Stille
deiner Lider Klarheit bewirft mich mit Blitzen
die Sterne durchfurchen das Tageslicht
dein Atem umhüllt mich und führt mich ganz tief.

Der Einsamkeit Sturm erweckt die Leidenschaft
wie ein Seelenkatalysator wirkt deine Liebe
deren unbändiger Drang unsere Körper vereint
wie sehr du mir fehlst, noch bevor ich deinen Körper verlasse

Aus der Gedichtsammlung
DIE ERINNERUNG EINER MUSIKNOTE
stochastis Publikations

(Die Übersetzung stammt von mir)



Πόσο μου λείπεις

Τραγουδώ το γαλάζιο με τα δικά σου τα χείλη
δυο φεγγάρια ξεκόλλησαν να σου φτιάξουν τα μάτια
φιλούσα το στόμα σου σαν να τρυγούσα σταφύλι
δραπέτευαν διάττοντες και γινόμουν κομμάτια.

Η ζεστή σου γαλήνη απρόβλεπτος είναι αγέρας
η ξαστεριά των βλεφάρων αστραπές μου πετάει
τ’ αστέρια λαμνούνε μες στο φως της ημέρας
με τυλίγει η ανάσα σου και βαθιά σου με πάει.

Της ερημιάς καταιγίδα την επιθυμία σηκώνει
ο δικός σου ο έρωτας της ψυχής καταλύτης
η ορμή του αχαλίνωτη τα κορμιά μας ενώνει
πριν να φύγω από πάνω σου ...ήδη πόσο μου λείπεις


Aπο την ποιητική συλλογή
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΝΟΤΑΣ
Εκδόσεις στοχαστής

Freitag, 1. Juli 2011

ΕΛΠΙΔΑ




Όταν έχεις βγει μια φορά στην πλατεία
δεν χωράς πια στους τέσσερις τοίχους του σπιτού σου 

φυλακισμένος...

Σ' έχουν μαγέψει για πάντα 

η ατμόσφαιρά της
- κι ας ρίξαν τόνους χημικά!-

οι μουσικές και τα συνθήματά της

οι βραδινές συνελεύσεις της
- με όλη την διαφορετικότητα των απόψεων τους
αλλά και μ' όλο το σεβασμό του ενός προς τον άλλον -

το βλέμμα των παιδιών που ατενίζει καθάριο
ένα μέλλον αβέβαιο...

το χελιδόνι που φτερουγίζει
από το χαμόγελό τους!

Κι αντλείς
Δύναμη και Κουράγιο
και λες
Καλημέρα στη Ζωή!
Και την δρασκελάς
γαντζωμένος πάνω
στo χερούλι μιας κόκκινης ομπρέλας
-Ελπίδα τ' όνομά της-
που πέρα μακριά αρμενίζει
μες στου απέραντου Ονείρου το γαλάζιο...

30.06.2011


Samstag, 4. Juni 2011

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΙΙ




Επιστρέφεις
σε μια πόλη
που με δόσεις
ανακαλύπτεις...
μια πόλη
που πάντα θα σ' ακολουθεί
γιατί εδώ
τo όνειρό σου ζεις.
Καρτερικά σε περιμένει
κάθε φορά να το ξεθάψεις
ξανά και ξανά...
ευλαβικά μέσ' απ' τη σκόνη να το ανασύρεις
ζωή να του εμφυσίσεις!

Tο βλέπεις να πετάγεται
σαν σπίθα
από το βλέμμα τ' αγοριού
στο δρόμο με τα μαύρα.
Τ' ακους
στη στεντόρια φωνή του.
Μα σου το μαρτυρούν
κι εκείνα τα βαθυκόκκινα
χείλη του κοριτσιού
στην αγκαλιά του!

….......

Παλιό το σύνθημα, θα πεις,
κι όμως, πώς γίνεται εδώ –
μες στο δικό σου όνειρο –
να ζωντανεύουν τα φαντάσματα;...


Dienstag, 31. Mai 2011

Η ΛΙΜΝΗ


κάτσε τώρα λιγάκι να ξαποστάσεις... εδώ, να σου πω και την ιστορία για κείνο το κοριτσάκι που διψούσε η καρδούλα του για λίγη ζεστασιά...
‎...πήρε λοιπόν μια μέρα την απόφαση και βγήκε στο δρόμο... πέρασε κάμπους και βουνά κι η μόνη συντροφιά της ήταν κάτι ταξιδιάρικα πουλιά... κάποτε κουράστηκε κι έκατσε κάτω από μιαν ιτιά. κοιτούσε μπροστά της την πράσινη λίμνη και τις φυσαλλίδες που εμφανίζονταν κάθε λίγο στην επιφάνειά της και συλλογίζονταν πόσο τυχερή είναι, που αυτή μπορούσε ν' ανοίξει το στόμα της και να μιλήσει, να τραγουδήσει... 
κι ας μην ήταν κανείς εκεί να την ακούσει...!




Mittwoch, 25. Mai 2011

ΒΟΤΣΑΛΟ



χρόνια τώρα 
δεν ξέρω πόσα... 
είμαι εκεί! 
ανάμεσα στις αδελφές μου 
κι εγώ - μια πέτρα σκληρή 
μικρή και άφανη... 
προσμένοντας κάθε πρωί 
ένα ζεστό του ήλιου χάδι... 
πάνω στο λιόγερμα 
ποθώ 
μια στάλα μοναχά νερό 
να ξεδιψάσω
μ' αυτό είναι αρμυρό
τα σωθικά μού καίει 
και μένει έτσι 
άσβεστη
η φωτιά...! 

(με αφορμή τη φωτογραφία ενός φίλου - ετούτη εδώ είναι δική μου!)

http://www.youtube.com/watch?v=OehmOuRQZI8&feature=related 

Samstag, 21. Mai 2011

KONSTANTIN WECKER


Ερωτικό
 
Τα βράδια να κάθομαι θα 'θελα μαζί σου σε ξένα μπαλκόνια
το φως ζεστό να 'ταν κι η ατμόσφαιρα όχι πια τόσο φωτεινή
Θα τα πήγαινα καλά μαζί σου και θα ξε-ιδρώναμε από πάνω μας τη μέρα
Τότε, ναι τότε μπορεί και να σ' αγαπούσα.

Κι ύστερα, έτσι απλά
απλώνομαι μέσα σου
περνάμε στην ουσία
κι ύστερα ζούμε.
Και το χαμόγελό σου πέφτει σε μικρές μπουκίτσες
πάνω μου.
 
Τα βράδια να ιππεύσω μαζί σου θα 'θελα, καβάλα σε ψηλόσωμα άλογα
κι οι αγροί, οι αγροί να λιώνουν κάτω από τα βήματά μας.
Ο ήλιος να πεθαίνει σαν ένα ζώο και να τον βλέπεις να ανοίγει τα μάτια διάπλατα.
Κι εμείς να εισβάλουμε στο κόκκινό του και να πεθαίνουμε μαζί του.
 
(η μετάφραση δική μου)
 

http://www.youtube.com/watch?v=yWg1ZxO7PlE

 Liebeslied

Ich möchte am Abend mit dir auf fremden Balkonen sitzen,
das Licht wäre mollig und die Luft nicht mehr grell.
Ich käme gut aus mit mir, und wir würden den Tag rausschwitzen
Dann könnt ich dich lieben, eventuell.

Und dann breit ich mich
einfach aus in dir,
wir werden wesentlich,
und dann leben wir.
Und dein Lächeln fällt in kleinen Bissen
herab zu mir.

Ich möcht gegen Abend mit dir auf behäbigen Pferden reiten,
und das Land, das Land zerfließt unter unserem Schritt.
Die Sonne stirbt wie ein Tier, und man sieht sie die Augen weiten.
Und wir ziehn in ihr Rot und sterben mit.



Sonntag, 15. Mai 2011

UNHEILIG

Αστέρι μου

Μέσα στο βάθος των ματιών σου
άπλετη βλέπω εμπιστοσύνη
ζεστασιά η ψυχή μου πλημμυρίζει
το βλέμμα σου άκρως ελπιδοφόρο
βιάζεσαι τώρα πολύ να 'ρθεις
μου απλώνεις τα χέρια
λιγάκι ακόμα
και μ' έφτασες

Αστέρι μου, αστέρι μου

σφιχταγκαλιασμένος κάθομαι λοιπόν
τώρα κοντά σου, μόνο μ' εσένα
Ζω τη στιγμή μονάχα
αχ! να μην τέλειωνε ποτέ

Αυτή σου η ατέρμονη τάση για δράση
κι η τρυφερότητα της ύπαρξής σου
με κάνουν κι απορώ
πώς γίνεται, αφού είναι τόσο μικρή ακόμα η καρδιά σου

Αστέρι μου, αστέρι μου

Οι πράξεις σου αμερόληπτες
δεν ξέρεις τι είναι ενδοιασμοί
Είσαι η κινητήρια δύναμη όλων μου των προσπαθειών
σαν αντικρύζω το πρόσωπό σου
Αστέρι μου

Απελευθερώνεις μέσα μου τη στείρα σκέψη
και διαλύεις το σκυθρωπό μου βλέμμα
αποσπάς την προσοχή μου πάνω σου
κι έτσι τώρα κοιτώ πίσω, σε σένα

Ένα μονάχα κομματάκι του πλάσματος αυτού
θα 'θελα να μου χαριστεί ξανά
πόσο παράξενα η ζωή κυλά
και το καθάριο βλέμμα θολώνει, τόσο συχνά

Κοιτάζω πίσω, στα μάτια σου
τι καθαρά και ξάστερα που είναι
Ζω τώρα τη στιγμή
αχ! να μην τέλειωνε ποτέ

(η μετάφραση δική μου)



Mein Stern

In den Weiten deiner Augen
Seh ich grosse Zuversicht
Wärme flutet meine Seele
Voller Hoffnung ist dein Blick
Strebst nun auf mit großer Eile
Streckst die Arme aus zu mir
Dauert eine kleine Weile
Angekommen nun bei mir

Mein Stern - Mein Stern

Eng umschlossen sitze ich hier
Nun ganz nah mit dir allein
Lebe nur den Augenblick
Könnt er doch bloss endlos sein

Dein grenzenloser Drang nach Taten
Und die Zartheit deines Seins
Lassen mich sooft erstaunen
Ist dein Herz doch noch so klein

Mein Stern - Mein Stern

Unbefangen ist dein Handeln
Vorbehalte kennst du nicht
Bist der Antrieb meines Strebens
Sehe ich in dein Gesicht

Befreist in mir das starre Denken
Und löst in mir den tristen Blick
Lässt den Fokus auf dich lenken
Schaue nun zu dir zurück

Nur ein Stück von diesem Wesen
Wünsch ich mir für mich zurück
Wundersam verläuft das Leben
Trübt sooft den klaren Blick

Schau zurück in deine Augen
Sind sie doch so klar und rein
Lebe jetzt den Augenblick
Könnt er doch nur endlos sein

Mittwoch, 11. Mai 2011

ΣΙΛΒΑΝΑ



- Πώς να την πω, μαμά; Τι όνομα να της δώσω;
- Να την πεις Βάσω! Τα παιδιά δίνουν στα παιδιά τους το όνομα των γονιών τους!
- Μαμά μου, μη θυμώνεις, αλλά το Βάσω δεν μ' αρέσει;
- Ε, τότε να την πεις Ευδοκία, το όνομα της γιαγιάς σου που σ' αγαπά τόσο πολύ, κι εσύ εκείνην άλλο τόσο!
- Ούτε κι αυτό μ' αρέσει...
Τους είχα σκάσει όλους μ' αυτό το πρόβλημα! Μέρες τώρα το μόνο θέμα που άνοιγα κάθε απόγευμα μετά τον μεσημεριανό ύπνο ήταν τι όνομα θα έδινα στην κούκλα μου...
- Σοφουλίτσα, δεν τη λες Σιλβάνα να τελειώνουμε; πετάχτηκε τότε ο θείος Γιάννης, που λάτρευε την Σιλβάνα Μανιάνο κι έπινε εκείνη την ώρα τον απογευματινό του καφέ στην αυλή μας.
Σιγά που ήξερα εγώ ποια ήταν η Σιλβάνα Μανιάνο, αλλά: πρώτον μου άρεζε που ο θείος με φώναζε Σοφουλίτσα (ακόμα και σήμερα όταν τηλεφωνά για να μου ευχηθεί Χρόνια Πολλά, τι κάνεις Σοφουλίτσα, με ρωτά!) και δεύτερον ενθουσιάστηκα αμέσως με το όνομα που ηχούσε εξωτικό στα παιδικά μου αυτιά. Η απόφαση πάρθηκε και μέσα στο μυαλουδάκι μου έστελνα ήδη τις προσκλήσεις για την βάφτισή της, γιατί ένα ήταν σίγουρο: ήθελα να δουν όλες οι φίλες μου ότι επιτέλους απέκτησα κι εγώ μια κούκλα και θα τους την παρουσίαζα με όλη την επισημότητα που της άρμοζε...
Οι Αθηναίοι θείοι μού την είχαν φέρει όταν μας επισκέφτηκαν εκείνο το καλοκαίρι. Τι χαρά έκανα, απερίγραπτη! Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι. Όχι, δεν την έβλεπα καθόλου σαν παιχνίδι, περισσότερο σαν παιδί μου την έβλεπα - την αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά της έκανα συχνά παρατηρήσεις: μη μιλάς εσύ όταν μιλούν οι μεγάλοι, όταν βήχεις να βάζεις το χέρι σου μπροστά στο στόμα, κλείσε τα πόδια σου όταν κάθεσαι να μη φαίνεται το βρακάκι σου... αλλά την λάτρευα.
Ήταν από μαλακό πλαστικό και μύριζε πολύ όμορφα, ολόξανθη με μακριά μαλλιά που μπορούσα να τα λούζω και να τα χτενίζω (τις έφτιαχνα πλεξούδες, της έβαζα τσιμπιδάκια και κορδελάκια), είχε μάτια γαλανά (νόμίζω από τότε έχω την τρέλλα με τα γαλανά μάτια - κάποτε έλεγα θα παντρευτώ, μόνο αν βρω άντρα με γαλανά μάτια...), φορούσε ένα ροζ κοντομάνικο φορεματάκι με φουρό, άσπρα πλαστικά παπουτσάκια και ροζ σοσονάκια.
Το πρωί πριν πάω στο σχολείο (νήπιο πήγαινα τότε, θαρρώ) την κάθιζα όμορφα όμορφα ανάμεσα στα δύο μεγάλα κεντητά μαξιλάρια του ντιβανιού, τη νουθετούσα να είναι φρόνιμη ώσπου να γυρίσω, της έδινα ένα φιλάκι κι έφευγα. Όταν γυρνούσα από το σχολείο βιαζόμουν να φάω και να κάνω τα μαθήματά μου για να έχω μετά χρόνο να παίξω με την Σιλβάνα.  Όπου κι αν πήγαινα το απόγευμα ή τα Σαββατοκύριακα, την έπαιρνα πάντα μαζί μου.
Όταν ξεκίνησαν οι θερινές διακοπές, ήρθε στο χωριό από την Θεσσαλονίκη να μείνει στη γιαγιά της για ένα Παρασκευοσαββατοκύριακο, πριν πάει μαζί με όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου στην κατασκήνωση, η Σοφούλα η ορφανή. Συνεννοηθήκαμε μαζί με την Ελισσώ (η Ελισσώ ήταν η καλύτερη φίλη μου) να πάμε μαζί με και με τ' άλλα κορίτσια να τη δούμε και να παίξουμε όλες μαζί με τις κούκλες μας. Η Σοφούλα είχε θείους στη Γερμανία κι επειδή έχασε πολύ νωρίς τους γονείς της - της έστελναν κάθε τόσο διάφορα παιχνίδια, που εμείς ούτε να φανταστούμε μπορούσαμε ότι υπάρχουν. Έτσι και τώρα μας είχε μια έκπληξη: Αντί για κούκλα, είχε φέρει μαζί της έναν κούκλο!
Μόλις τον αντίκρυσε η Σιλβάνα τον ερωτεύτηκε αμέσως. Πετάρισαν τα μακριά της βλέφαρα ντροπαλά κι ένα ελαφρύ ροζ κάλυψε για λίγο τα μαγουλάκια της. Οι άλλες κούκλες έκαναν αμέσως έναν κύκλο γύρω του κι άρχισαν τα χαχανητά και τις φλυαρίες - μόνο και μόνο για να τις προσέξει. Εκείνος κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι προς το μέρος της Σιλβάνας, που καθόταν δίπλα μου διστακτική να μπει στο παιχνίδι των άλλων, και προσπαθούσε με το βλέμμα του να διερευνήσει τις σκέψεις και τα αισθήματά της. Μου ζήτησε να πάμε σπίτι. Δεν το κουβεντιάσαμε, μα την καταλάβαινα απολύτως!
Αχάραγα σχεδόν την άλλη μέρα, νάσου και χτυπά η πόρτα του σπιτιού μας. Η Σοφούλα ήταν με τον Κούκλο κι ήθελε οπωσδήποτε να μου πει κάτι μυστικά. Πήρα τη Σιλβάνα και βγήκα έξω στην αυλή. Δεν μου διέφυγε, πώς κοιτάχτηκαν τα δυο κουκλιά μας, ούτε και που εκείνος άπλωσε τρυφερά το χέρι του για χαιρετισμό πάνω στον ώμο της.
-Βλέπεις, να γι' αυτό ήρθαμε, έκανε η Σοφούλα. Από την ώρα που φύγατε χτες, μούτρωσε και δεν έιχε όρεξη για τίποτα. Έπρεπε να του υποσχεθώ πως θα ρθούμε πρωί πρωί να σας επισκεφτούμε, για να πέσει να κοιμηθεί...
Βάλαμε τη Σιλβάνα και τον Κούκλο να καθίσουν δίπλα δίπλα και αφού τη ρώτησα πώς περνούσε εκεί στο ορφανοτροφείο, η Σοφούλα άρχισε να μου διηγείται διάφορες όμορφες και άλλες πιο δυσάρεστες ιστορίες. Όλη την ώρα έπιανα σε πεταχτές ματιές τον Κούκλο να έχει εντωμεταξύ αγκαλιάσει με το ένα χέρι για τα καλά την Σιλβάνα, να της χαιδεύει τα μαλλιά και να της μιλάει απλώνοντας κάπου κάπου το άλλο χέρι και δείχνοντάς της κάτι πέρα μακριά. Εκείνη έστρεφε το κεφάλι να δει κι έτσι, σε μια τέτοια στιγμή βρέθηκαν τα πρόσωπά τους κολλητά - δεν έχασε εκείνος ευκαιρία και κόλλησε τα χείλη του επάνω στα δικά της.
-Θέλει να την παντρευτεί, είπε η Σοφούλα, την ερωτεύτηκε τρελά! Τι λες; Να τους παντρέψουμε;
-Και γιατί όχι; απάντησα αμέσως χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. Σιγά που θα ήμουν εγώ αυτή που θα έμπαινε εμπόδιο στην ευτυχία τους... Πότε όμως;
-Σήμερα το βράδυ, γιατί αύριο το μεσημέρι θα έρθουν να με πάρουν για την κατασκήνωση. Τι λες; Θα πω εγώ και στ' άλλα τα κορίτσια να έρθουν και θα συναντηθούμε το βραδάκι στη ρεματιά.
Συμφώνησα κι έτρεξα αμέσως απέναντι στον μύλο να βρω τον Στέλιο να του πω τα νέα. Ο Στέλιος δεν ήταν σπίτι - καλύτερα, γιατί μπορεί και να με κορόιδευε, όπως συνήθως και να μου έλεγε ότι η ζωή δεν είναι παραμύθι και να μου χαλούσε τη χαρά!
Όλα έγιναν με την επισημότητα που τους άρμοζε, με κόσμο πολύ, φίλες και φίλους, όμορφη, σύντομη τελετή, φαγοπότι με πολύ νερό από το ρέμα και βατόμουρα και σύκα, γλέντι τρικούβερτο που το διαλύσαμε μόλις άρχισαν να αντηχούν οι πρώτες φωνές: Σοφούλααααααααααααααα! Έλα σπίτι γρήγορα, πού είσαι; Νύχτωσεεεεεεεεεεεεε!
Μαζεύτηκα αμέσως, αγκάλιασα για τελευταία φορά τη Σιλβάνα, της έδωσα ένα ατέλειωτο φιλί κι έτρεξα για το σπίτι....

Πέρασαν πολλές βδομάδες ώσπου να παρατηρήσει η μητέρα μου ότι κάτι λείπει κι ότι κι εγώ τον τελευταίο καιρό ήμουνα ...κάπως.
-Δε μου λες, πού είναι  η Σιλβάνα; ρώτησε μια μέρα.
-Εσύ όταν παντρεύτηκες έμεινες με τη μαμά σου; την αποστόμωσα και της αφηγήθηκα όλη την ιστορία!
Άκουσα τις κατσάδες της ζωής μου από τη μητέρα μου εκείνο το καλοκαίρι πριν φύγει για τη Γερμανία, ακολουθώντας τον δικό της ...Κούκλο!

(Με αφορμή ένα κόκκινο τρενάκι που έστειλε μια νεράιδα σε ταξίδι πριν αρκετό καιρό και που έκανε μια μεγάλη στάση εδώ...  και μου ξεσήκωσε αναμνήσεις!)

Samstag, 30. April 2011

Επιστροφή I




μαύρο πουλί της θλίψης
απ' τα χαράματα
ήρθε και φώλιασε στα έγκατά μου
φίδι φαρμακερό
κουλουριάστηκε
μέσα στη θαλπωρή
της τρυφερής ψυχής μου

όχι, δεν είναι
του αποχωρισμού η λύπη
ούτε και του ανταμώματος
η αναμενόμενη επιβεβαίωση
- αυτό εξ άλλου θα επαναληφθεί -

είναι η επιστροφή θαρρώ
στην πάλαι ποτέ ρουτίνα
της καθημερινότητας
που ροκανίζει αργά
με σιγουριά ωστόσο
ό,τι έχει απομείνει
από αυτό που κάποτε
εμείς οι ίδιοι τ' ονομάσαμε
ΕΛΠΙΔΑ!

Sonntag, 27. März 2011

Πεθύμησα μια θάλασσα




πεθύμησα μια θάλασσα... 
το απαλό της χάδι
τον σιγανό της ψίθυρο
το κύμα της στην άκρη του γυαλού να σκάει ... 

πεθύμησα μια θάλασσα... 
που να φουσκώνει μαύρη
όταν ψηλά τα σύννεφα μαζεύονται για δάκρυ

πεθύμησα μια θάλασσα... 
επάνω στον αφρό της
να γείρω το κορμάκι μου για να αναπαυθώ!

Sonntag, 13. März 2011

CITY: Am Fenster



Το να ξέρεις ότι αυτό θα μείνει για πάντα
δεν είναι μέθη που ήδη καταγέλλει τη νυχτιά
δεν πρόκειται για χρώμα που λιώνει ούτε και για λάμψη κεριού
που την έχει διώξει εδώ και ώρα το γκρίζο του πρωινού

Μια φορά μονάχα να το συλλάβεις, να το νιώσεις βαθιά μέσα στο αίμα
είναι δικό μου κι αυτό χάρη σε σένα
μη δροσίζεις άλλο το μέτωπο στο παραθύρι
όπου με δυσκολία πέρασε από πάνω του η ομίχλη

Μια φορά μονάχα να το συλλάβεις, να το νιώσεις βαθιά μέσα στο αίμα
είναι δικό μου κι αυτό χάρη σε σένα
αχ και τα δικά μου φτερά, ένα πουλί μοιρολογά,
η βροχή τα μουσκεύει, τ' ανοίγω και βγαίνω στον κόσμο

Ναι, τ' ανοίγω και ταξιδεύω στον κόσμο!

(η μετάφραση δική μου, το τραγούδι είνα βασισμένο σε ποίημα της Hildegard Maria Rauchfuß)






Am Fenster

Einmal wissen dieses bleibt für immer
Ist nicht Rausch der schon die Nacht verklagt
Ist nicht Farbenschmelz noch Kerzenschimmer
Von dem Grau des Morgens längst verjagt

Einmal fassen tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
Nicht die Stirne mehr am Fenster kühlen
Dran ein Nebel schwer vorüber strich

Einmal fassen tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
Klagt ein Vogel, ach auch mein Gefieder
Näßt der Regen flieg ich durch die Welt

Flieg ich durch die Welt

Samstag, 12. März 2011

Theo Ev


ώρες-ώρες

αποκηρύσσω τις ώρες που περνούν
δεν ανησυχώ
άλλωστε κι αυτές το ίδιο κάνουν
μόνο που στη διασταύρωση επάνω
μου δίνουν την εντύπωση ότι χαμογελούν
εξαναγκάζοντάς με έτσι
από ευγένεια και μόνο
να συγκρατώ την ψυχραιμία μου
και να ανταποδίδω
τουλάχιστον μέχρις ωσότου βγω
απ’ το οπτικό πεδίο τους έξω
κι είναι συχνά κουραστικός αυτός ο δρόμος
τόσο που δε μένουν ώρες για τίποτα άλλο

και στο λέω να το ξέρεις
το κομπολόι μου το πέταξα καιρό τώρα
και τα άδεια μου χέρια δεν ποθούν
γιατί όλα που κράτησαν
τα φάγανε οι ώρες

Ξάφνιασέ με λοιπόν
όπως ξαφνιάζεις
ώρες-ώρες
την απαισιοδοξία μου.

(η δημοσίευση του γνήσιου εδώ γίνεται με τη συγκατάθεση της ποιήτριας
πηγή: http://spoudastiriodimiourgikisgrafis.blogspot.com/2008/11/theo-ev.html)



hin und wieder

die Stunden, die verfliegen, verwerfe ich
beunruhige mich nicht
tun sie doch auch das Gleiche
nur dass sie mir auf der Wegeskreuzung
den Eindruck vermittlen, zu lächeln
und zwingen mich somit
einzig aus Höflichkeit und sonst nichts
die Fassung nicht zu verlieren
und ich erwidere
zumindest bis ich nicht mehr
in ihrem Sichtfeld bin
und oft ist dieser Weg sehr mühsam
so sehr, dass keine Zeit verbleibt für etwas Anderes

und damit du es weißt, ich sag es dir jetzt,
den Rosenkranz für den Zeitvertreib habe ich längst schon weggelegt
und meine leeren Hände spüren keine Sehnsucht
denn alles, was ich je gehalten hab'
wurde mir von den Stunden weggezehrt

Überrasch' mich also nun
so wie du hin und wieder
meine Ungeduld überraschst.

(in meiner Übertragung)


KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...