Sonntag, 27. März 2011

Πεθύμησα μια θάλασσα




πεθύμησα μια θάλασσα... 
το απαλό της χάδι
τον σιγανό της ψίθυρο
το κύμα της στην άκρη του γυαλού να σκάει ... 

πεθύμησα μια θάλασσα... 
που να φουσκώνει μαύρη
όταν ψηλά τα σύννεφα μαζεύονται για δάκρυ

πεθύμησα μια θάλασσα... 
επάνω στον αφρό της
να γείρω το κορμάκι μου για να αναπαυθώ!

Sonntag, 13. März 2011

CITY: Am Fenster



Το να ξέρεις ότι αυτό θα μείνει για πάντα
δεν είναι μέθη που ήδη καταγέλλει τη νυχτιά
δεν πρόκειται για χρώμα που λιώνει ούτε και για λάμψη κεριού
που την έχει διώξει εδώ και ώρα το γκρίζο του πρωινού

Μια φορά μονάχα να το συλλάβεις, να το νιώσεις βαθιά μέσα στο αίμα
είναι δικό μου κι αυτό χάρη σε σένα
μη δροσίζεις άλλο το μέτωπο στο παραθύρι
όπου με δυσκολία πέρασε από πάνω του η ομίχλη

Μια φορά μονάχα να το συλλάβεις, να το νιώσεις βαθιά μέσα στο αίμα
είναι δικό μου κι αυτό χάρη σε σένα
αχ και τα δικά μου φτερά, ένα πουλί μοιρολογά,
η βροχή τα μουσκεύει, τ' ανοίγω και βγαίνω στον κόσμο

Ναι, τ' ανοίγω και ταξιδεύω στον κόσμο!

(η μετάφραση δική μου, το τραγούδι είνα βασισμένο σε ποίημα της Hildegard Maria Rauchfuß)






Am Fenster

Einmal wissen dieses bleibt für immer
Ist nicht Rausch der schon die Nacht verklagt
Ist nicht Farbenschmelz noch Kerzenschimmer
Von dem Grau des Morgens längst verjagt

Einmal fassen tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
Nicht die Stirne mehr am Fenster kühlen
Dran ein Nebel schwer vorüber strich

Einmal fassen tief im Blute fühlen
Dies ist mein und es ist nur durch dich
Klagt ein Vogel, ach auch mein Gefieder
Näßt der Regen flieg ich durch die Welt

Flieg ich durch die Welt

Samstag, 12. März 2011

Theo Ev


ώρες-ώρες

αποκηρύσσω τις ώρες που περνούν
δεν ανησυχώ
άλλωστε κι αυτές το ίδιο κάνουν
μόνο που στη διασταύρωση επάνω
μου δίνουν την εντύπωση ότι χαμογελούν
εξαναγκάζοντάς με έτσι
από ευγένεια και μόνο
να συγκρατώ την ψυχραιμία μου
και να ανταποδίδω
τουλάχιστον μέχρις ωσότου βγω
απ’ το οπτικό πεδίο τους έξω
κι είναι συχνά κουραστικός αυτός ο δρόμος
τόσο που δε μένουν ώρες για τίποτα άλλο

και στο λέω να το ξέρεις
το κομπολόι μου το πέταξα καιρό τώρα
και τα άδεια μου χέρια δεν ποθούν
γιατί όλα που κράτησαν
τα φάγανε οι ώρες

Ξάφνιασέ με λοιπόν
όπως ξαφνιάζεις
ώρες-ώρες
την απαισιοδοξία μου.

(η δημοσίευση του γνήσιου εδώ γίνεται με τη συγκατάθεση της ποιήτριας
πηγή: http://spoudastiriodimiourgikisgrafis.blogspot.com/2008/11/theo-ev.html)



hin und wieder

die Stunden, die verfliegen, verwerfe ich
beunruhige mich nicht
tun sie doch auch das Gleiche
nur dass sie mir auf der Wegeskreuzung
den Eindruck vermittlen, zu lächeln
und zwingen mich somit
einzig aus Höflichkeit und sonst nichts
die Fassung nicht zu verlieren
und ich erwidere
zumindest bis ich nicht mehr
in ihrem Sichtfeld bin
und oft ist dieser Weg sehr mühsam
so sehr, dass keine Zeit verbleibt für etwas Anderes

und damit du es weißt, ich sag es dir jetzt,
den Rosenkranz für den Zeitvertreib habe ich längst schon weggelegt
und meine leeren Hände spüren keine Sehnsucht
denn alles, was ich je gehalten hab'
wurde mir von den Stunden weggezehrt

Überrasch' mich also nun
so wie du hin und wieder
meine Ungeduld überraschst.

(in meiner Übertragung)


Dienstag, 8. März 2011

TOLIS NIKIFOROU * ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ


Frau

Jede Deiner kleinen Unterwerfungen
schränkt meine Freiheit ein
demütigt mich

Jedes Deiner verlorenen Rechte
verletzt meine Würde

Jede Deiner überschüssigen Lasten
hat ihre Ahnenwurzeln in mir

Jede Ungerechtigkeit zu Deinen Lasten
ist ein herzloser Raub
aus dem Klingelbeutel meiner Kirche

und wenn Du schwach wirst
bin ich der wahre Verräter

Du stehst mir zur Seite
zu Hause auf der Arbeit oder an den Barrikaden
und wir schauen die Sonne an
mit den selben Augen

stolz
kompromisslos

schön inmitten unserer zahlreichen Mängel
wir, die uns die Natur zu einem Körper bestimmt hat

(in meiner Übertregung - das Bild hat Julia Fortouni erstellt)





Γυναίκα

Κάθε μικρή σου υποταγή
μειώνει τη δική μου ελευθερία
εμένα ταπεινώνει

Κάθε χαμένο σου δικαίωμα
πληγώνει τη δική μου αξιοπρέπεια

Κάθε παραπανίσιο σου φορτίο
έχει σε μένα ρίζες προγονικές

Κάθε σε βάρος σου αδικία
είναι μια στυγερή κλοπή
απ' το παγκάρι της δικής μου εκκλησίας

κι όταν εσύ λιποψυχείς
εγώ είμαι ο αληθινός προδότης

στέκεσαι δίπλα μου
στο σπίτι στη δουλειά ή στο οδόφραγμα
και με τα ίδια μάτια
ελεύθερα ατενίζουμε τον ήλιο

περήφανοι
ασυμβίβαστοι

ωραίοι μέσα στα τόσα ελαττώματά μας
εμείς που η φύση έταξε σε σάρκα μία

(από τη συλλογή Το μαγικό χαλί, 1980 - η εικόνα είναι της Τζούλιας Φορτούνη)

Sonntag, 6. März 2011

PETROS KYRIMIS


ICH LIEBE DICH

Ich liebe Dich
Wie der fließende Regen, so einfach liebe ich Dich
Ich liebe Dich
Wie das sprechende Schweigen, so einfach liebe ich Dich

Werde Regen, damit Du mich empfängst
Ich bin auf der Suche nach Liebe
Halte Dich nicht auf an meinen traurigen Augen
Werde Meer, damit ich mich ausbreiten kann

Ich liebe Dich
Wie der aufgehende Augenblick, so einfach liebe ich Dich
Ich liebe Dich
Wie eine tropfende Träne, so einfach liebe ich Dich

(übertragen von mir)



Σ΄ ΑΓΑΠΩ

Σ΄ αγαπώ
Σ΄ αγαπώ απλά σαν τη βροχή που κυλάει
Σ΄ αγαπώ
Σ΄ αγαπώ απλά σαν τη σιωπή που μιλάει

Γίνε η γη σαν βροχή να με δέχεσαι
Έρωτα ζητώ
Στα λυπημένα μου μάτια μη στέκεσαι
Γίνε θάλασσα για να απλωθώ

Σ΄ αγαπώ
Σ΄ αγαπώ απλά σαν τη στιγμή που χαράζει
Σ΄ αγαπώ
Σ΄ αγαπώ απλά σαν ένα δάκρυ που στάζει

Samstag, 5. März 2011

DORNENREICH

Meer

Mein Kahn ohne Segel schweift ziellos umher,
Frag' mich und die Welt,
"Wohin drängt es so sehr?"

"Hast Du vergessen...?"

Ich brach manches Ruder,
Warf andere fort,
Ich finde kein Maß an diesem Ort

"Woge sinkt, Woge steigt - so wird sie Meer"

Ich erinnere mich
Bin Woge, werde Meer

"Erinnerst Du Dich?"



Δίχως πανιά η βάρκα μου αρμενίζει
Ρώτα με, εμένα και τον κόσμο
«Για πούθε να πας τόσο πολύ ποθείς;»

«Ξέχασες...;»

Κουπιά πολλά έχω σπάσει,
άλλα πάλι τα πέταξα,
μα μέτρο σε τούτο τον τόπο δεν βρίσκω κανένα

«Κύμα αψηλό, κύμα μικρό - η θάλασσα έτσι γίνεται»

Θυμάμαι
είμαι κύμα, γίνομαι θάλασσα

«Εσύ θυμάσαι;»


(η μετάφραση δική μου)

Freitag, 4. März 2011

RAINER MARIA RILKE


Ο πάνθηρας
Στον Jardin des Plantes, Παρίσι

Τόσο πολύ το βλέμμα του έχει κουραστεί
από των κάγκελων το πηγαινέλα, που πλέον τίποτα δεν συγκρατεί.
Του φαίνεται σαν χίλια κάγκελα να υπήρχαν
και πίσω από τα χίλια κάγκελα κόσμος κανείς.

Το απαλό του βάδισμα με επιδέξιες και δυνατές πατημασιές
που στον μικρότερο των κύκλων όλων περιστρέφεται
μοιάζει με δύναμης χορό για ένα κέντρο
που μέσα του η μεγάλη θέληση σαν ναρκωμένη βρίσκεται.

Αραιά και που της ίριδας το πέπλο αποτραβιέται
αθόρυβα κι ανοίγει –. Και τότε μέσα της μια εικόνα εισχωρεί
που διατρέχει των μελών όλων την έντονη σιγή –
και μέσα στην καρδιά παύει πια να υπάρχει.

6.11.1902, Παρίσι

(η μετάφραση δική μου)



Der Panther

Im Jardin des Plantes, Paris

Sein Blick ist vom Vorübergehn der Stäbe
so müd geworden, dass er nichts mehr hält.
Ihm ist, als ob es tausend Stäbe gäbe
und hinter tausend Stäben keine Welt.

Der weiche Gang geschmeidig starker Schritte,
der sich im allerkleinsten Kreise dreht,
ist wie ein Tanz von Kraft um eine Mitte,
in der betäubt ein großer Wille steht.

Nur manchmal schiebt der Vorhang der Pupille
sich lautlos auf -. Dann geht ein Bild hinein,
geht durch der Glieder angespannte Stille -
und hört im Herzen auf zu sein.

6.11.1902, Paris

Mittwoch, 2. März 2011

RAINER MARIA RILKE


Ωδή στην αγάπη

Πώς να κρατήσω την ψυχή μου
να μην αγγίζει τη δική σου; Πώς
να την εξυψώσω πάνω από σένα
προς άλλα; Ω, πόσο να την κρύψω θα 'θελα
μέσα σε κάτι, χαμένο στο σκοτάδι
σε μέρος ξένο κι ήσυχο, που δεν θ' απλώνεται
όταν τα βάθη σου ξανοίγονται.
Ό,τι κι αν μας αγγίζει, όμως, εσένα και εμένα,
μας παίρνει και τους δυο σαν μία δοξαριά
που δυο χορδές, φωνή τις κάνει μια.
Σε ποιο όργανο επάνω μάς έχουνε τεντώσει;
Και ποιος οργανοπαίχτης στα χέρια μάς κρατά γερά;
Ω, άσμα μου γλυκύ!

(η μετάφραση δική μου)



Liebeslied

Wie soll ich meine Seele halten, daß
sie nicht an deine rührt? Wie soll ich sie
hinheben über dich zu andern Dingen?
Ach gerne möcht ich sie bei irgendwas
Verlorenem im Dunkel unterbringen
an einer fremden stillen Stelle, die
nicht weiterschwingt,wenn deineTiefen schwingen.
Doch alles, was uns anrührt, dich und mich,
nimmt uns zusammen wie ein Bogenstrich,
der aus zwei Saiten eine Stimme zieht.
Auf welches Instrument sind wir gespannt?
Und welcher Spieler hat uns in der Hand?
O süßes Lied.

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...