Sonntag, 30. Dezember 2012

ALEXIS STAVRATIS * ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΥΡΑΤΗΣ

Die Zeiten vergehen gleichermaßen
allein die Wörter klettern auf die Seele
und der Dichter
hilflos
spielt fortwährend ihr Spiel

***

Ίδιες περνούν οι εποχές
μονάχα οι λέξεις σκαρφαλώνουν στην ψυχή
και ο ποιητής
ανήμπορος
παίζει συνέχεια το παιχνίδι τους




Eingesperrt in Räumen der Stille
und des Nebels
streifen wir umher ob eines Traumes...

***

Έγκλειστοι στα δώματα της σιωπής
και της ομίχλης
Περιπολούμε για ένα όνειρο…




Ohne auch eine einzige Blüte
dem Schneesturm zu stehlen
unsere Nacht.
Weißer Nebel der Schrei
und die Liebe...

***

Χωρίς να κλέψει του χιονιά
ούτ’ έν’ ανθάκι
η νύχτα μας.
Άσπρη ομίχλη η κραυγή
κι ο έρωτας…




Rücksichtslose Erinnerung voller Erde
hoch oben der Himmel desinteressiert
Ist dies das Chaos
oder
die Verpackung unseres Lebens im Sonderpreis?...

***

Μια μνήμη αδίστακτη γεμάτη χώμα
ψηλά αδιάφορος ο ουρανός
Είναι χάος αυτό
ή
το περιτύλιγμα της ζωής μας σε τιμή ευκαιρίας;…




Ich nährte die Erinnerung mit Materialien vom Friedhof
Wurde zu einem Bettler, der neben dem Müll
übernachtete
Ich suchte dich überall
Aber Dichtung wird nicht so geschrieben
mein Schatz...

***

Τη μνήμη έθρεψα με υλικά νεκροταφείων
Ζητιάνος έγινα που διανυκτέρευε
δίπλα σε σκουπίδια
Παντού σε έψαχνα
Αλλά η ποίηση δε γράφεται έτσι
αγάπη μου…




Entflammten Schildern gleich seine Hände
Bis die Finger auf unseren unerhörten Wahnsinn zielen
dort am Rande des Schreis...

***

Φλεγόμενα σήματα τα χέρια
Ώσπου τα δάχτυλα να σημαδέψουν την ανήκουστη τρέλα μας
εκεί στην άκρη της κραυγής…




Jenes rote Streicheln im Herzen
das wir ansonsten Kuss nennen
lässt mich dich nicht vergessen...

***

Για εκείνο το κόκκινο χάδι στην καρδιά
που αλλιώς το ονομάζουμε φιλί
δεν μπορώ να σε λησμονήσω…




Er wollte sich erfreuen am Abstieg in den Hades
den Vorteil, seine gekreuzigten Hoffnungen zu berühren
Und der Weg öffnete sich mit einem Kuss...

***

Ήθελε να χαρεί την κάθοδο στο Άδη
το προνόμιο ν’ αγγίξει τις σταυρωμένες ελπίδες του
Και ο δρόμος άνοιξε με ένα φιλί…





Kleiner Kuss
ein Messerstich der Nacht
In der Farbe der Morgenröte
ein entflohenes Lied...

***

Μικρό φιλί
μαχαίρωμα της νύχτας
Στο χρώμα της αυγής
ένα τραγούδι που δραπέτευσε…




Nun atme ich nur noch Seestürme ein
und alles Bittere hat sich in mir zusammengeschlossen
Doch ich habe dich...

***

Τώρα ανασαίνω μόνο τρικυμίες
κι όλες οι πίκρες συνασπίστηκαν εντός μου
Μα εγώ έχω εσένα….





In der Schublade eingeschlossen die Wörter
in den Augen schlafen unsere Träume
Antike Gewohnheiten
schlagen ihre Wurzeln in den Gesichtern der Unschuldigen
Die Bäume lehnen ihr Laub ab
Scheintod überall
Dies hier ist keine Zeit
für Dichtung...

***

Στο συρτάρι κλεισμένες οι λέξεις
στα μάτια κοιμούνται τα όνειρά μας
Αρχαίες συνήθειες
ριζώνουν στα πρόσωπα των αθώων
Τα δέντρα απορρίπτουν τα φύλλα τους
Παντού νεκροφάνεια.
Δεν είναι καιρός αυτός
για ποίηση…

(από τη συλλογή ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΦΩΤΟΝΙΑ, η οποία κυκλοφορεί τμηματικά στο facebook... - όλες οι φωτογραφίες και οι μεταφράσεις στα γερμανικά είναι δικές μου)
(alle Gedichte wurden hin und wieder in der facebookseite des Autors veröffentlicht, alle Übersetzungen und Fotos stammen von mir)

Mittwoch, 26. Dezember 2012

YIANNIS SKLIVANIOTIS * ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΛΗΒΑΝΙΩΤΗΣ

Symbiose

Zieh die Handschuhe aus
und lauf barfuß
auf den verwelkten Strandsteinen.
Vielleicht blühen sie eines Tages auf
wenn das Meer den Wunsch hegt
sie wieder mal zu küssen.

Noch bevor der Mensch vorbei gegangen
und vergessen die Berührung.
Sammle Rot von der Morgendämmerung
und pflanze Respekt
noch bevor der Tote vorbeigetragen
und jener nur rituell
seine Hutkrempe berührt.
Benetze deine Hände im Fluß
dass der verloren gegangene Morgen sich findet.
Fürchte dich nicht vor den Maschinen.
Bewirte sie nur mit dem Traum des Zusammenlebens.

(in meiner Übertragung)






Συμβίωση

Βγάλε τα γάντια
και περπάτα ξυπόλυτος
στα μαραμένα βότσαλα.
Ίσως ανθίσουν όπως κάποτε
σαν η θάλασσα θελήσει
να τα φιλήσει πάλι.


Πριν διαβεί ο άνθρωπος
και ξεχαστεί το άγγιγμα.
Μάζεψε κόκκινο αυγινό
και φύτεψε αιδώ
πριν προσπεράσει ο νεκρός
κι αγγίξει τυπικά
το μπορ του καπέλου του.
Βρέξε τα χέρια σου στο ποτάμι
μη και βρεθεί το αύριο που χάθηκε.
Μη φοβάσαι τις μηχανές.
Φίλεψέ τες όνειρο συμβίωσης μόνο.

(das Foto stammt von mir)

Dienstag, 25. Dezember 2012

BERTHOLT BRECHT, Το πακέτο του καλού θεού

Πάρτε τις καρέκλες και το τσάι σας κι ελάτε εδώ πίσω, κοντά στη σόμπα, μην ξεχάσετε το ρούμι σας. Κάνει καλό να νοιώθεις ζεστασιά, όταν μιλάνε για το κρύο.

Μερικοί άνθρωποι, κυρίως μια συγκεκριμένη πάστα αντρών που δεν τους αρέσουν οι συναισθηματισμοί, έχουν μια αλλεργία στα Χριστούγεννα. Αλλά τουλάχιστον μια χρονιά στη ζωή μου μου έμειναν τα Χριστούγεννα έντονα στη μνήμη. Ήταν η παραμονή του 1908 στο Σικάγο.
Είχα πάει στο Σικάγο αρχές Νοέμβρη και αμέσως, μόλις ρώτησα πώς είναι η κατάσταση γενικά, μου είπαν ότι θα είχαμε τον χειρότερο χειμώνα που θα μπορούσε να έχει αυτή η καθόλου άνετη πόλη. Κι όταν ρώτησα πώς είναι τα πράγματα για έναν λεβητοκατασκευαστή, μου απάντησαν ότι ένας λεβητοκατασκευαστής δεν είχε καμία δυνατότητα να βρει δουλειά, κι όταν άρχισα να ψάχνω ένα κάπως φτηνό μέρος να διανυκτερεύσω, είδα ότι όλα ήταν πολύ ακριβά για την τσέπη μου. Μα την ίδια εμπειρία είχαν κι άλλοι, από τους άλλους επαγγελματικούς κλάδους εκείνον τον χειμώνα του 1908 στο Σικάγο.

Κι ο άνεμος, ερχόμενος από τη λίμνη του Μίτσιγκαν, να λυσσομανά ολόκληρο τον Δεκέμβρη, και τέλος του μήνα έκλεισαν και μια σειρά μεγάλες εταιρείες πακεταρίσματος κρεάτων στέλνοντας έτσι ένα μεγάλο κύμα ανέργων στους παγωμένους δρόμους.

Όλη την ημέρα οργώναμε τα σοκάκια των συνοικιών ψάχνοντας απεγνωσμένα για δουλειά κι ήμασταν χαρούμενοι όταν το βραδάκι μπορούσαμε να χωθούμε σ' ένα μικρούτσικο κουτούκι στην περιοχή των σφαγείων, που ήταν φίσκα από κουρασμένους ανθρώπους. Εκεί ήταν τουλάχιστον ζεστά και μπορούσαμε να ησυχάσουμε λιγάκι. Και καθόμασταν όσο γινόταν, μ' ένα ποτήρι ουίσκι, που για να το απολαύσουμε κάναμε ολόκληρη τη μέρα οικονομία, γιατί μέσα σ' αυτό το ποτήρι είχε επιπλέον ζεστασιά, θόρυβο και συντρόφια, όλα δηλαδή όσα μας έδιναν ακόμα ελπίδα.

Εκεί μας βρήκε λοιπόν και η παραμονή των Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς και το κουτούκι ήταν ακόμα πιο φίσκα από άλλοτε και το ουίσκι ακόμα πιο νερουλό και το κοινό ακόμα πιο απελπισμένο. Είναι ολοφάνερο ότι ούτε το κοινό αλλά ούτε κι ο ταβερνιάρης δεν μπορούν να έχουν γιορτινή διάθεση, όταν το μοναδικό πρόβλημα των θαμώνων είναι να τη βγάλουν όλη τη νύχτα με ένα ποτήρι, ενώ το μοναδικό πρόβλημα του ταβερνιάρη είναι να πετάξει έξω όσους έχουν μπροστά τους άδειο ποτήρι.

Όμως γύρω στις δέκα η ώρα μπήκαν μέσα δυο τρεις τύποι, ποιος ξέρει από πού έρχονταν, με μερικά δολάρια παραπάνω στην τσέπη, και, μάλλον επειδή ήταν Χριστούγεννα και υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένας συναισθηματισμός, άρχισαν να κερνάνε όλο τον κόσμο. Πέντε λεπτά αργότερα το μαγαζί ήταν αγνώριστο.

Όλοι πήγαν και ξαναγέμισαν το ποτήρια τους με ουίσκι (προσέχοντας να μην τους κλέψει ο μπάρμαν), ένωσαν τα τραπέζια και παρακάλεσαν ένα κορίτσι που έδειχνε να είναι τολμηρό, να τους χορέψει Cakewalk, ενώ όλοι ανεξαιρέτως κρατούσαν τον ρυθμό χτυπώντας παλαμάκια. Μα, πώς να το πω, ίσως είχε βάλει το χέρι του ο διάολος, το κέφι δεν άναβε κανονικά.

Μάλιστα από την αρχή κάτι δεν πήγε καλά στην όλη ιστορία, θαρρώ πως οφείλονταν στο ότι ήταν υποχρεωμένοι να δεχθούν ένα δώρο, αυτό τους εκνεύρισε. Δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους δωρητές τούτης της χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας. Ήδη μετά που άδειασαν τα πρώτα ποτήρια με το κερασμένο ουίσκι, καταστρώθηκε το σχέδιο να γίνει ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δώρο, τουτέστιν μια επιχείρηση σε λαμπρό στιλ.

Επειδή δεν υπήρχε πληθώρα δώρων, δεν ήταν σωστό ένα δώρο να είναι μεγάλης αξίας αλλά πολύ περισσότερο να ταιριάζει σ' αυτόν που θα το πάρει και ακόμα καλύτερα να έχει ένα βαθύ νόημα.

Έτσι, χαρίσαμε στον ταβερνιάρη μια σαμπανιέρα γεμάτη με βρώμικο χιονόνερο από έξω όπου υπήρχε εν αφθονία, ώστε να του φτάσει το παλιό του ουίσκι μέχρι να μπει και το νέο έτος. Στον σερβιτόρο χαρίσαμε ένα παλιό κονσερβοκούτι, που είχε ξεράσει κάποιος μέσα, για να έχει τουλάχιστον ένα σωστό κομμάτι σερβίτσιου. Και σε ένα κορίτσι του μαγαζιού χαρίσαμε έναν οδοντωτό σουγιά, για να μπορεί να ξύσει την πούδρα του περασμένου χρόνου από το πρόσωπό της.

Όλοι οι παρόντες, εξαιρουμένων ίσως αυτών που δέχονταν τα δώρα, χειροκροτούσαν θερμά κάθε φορά. Κι ύστερα ήρθε η πιο διασκεδαστική στιγμή.

Βρίσκονταν ανάμεσά μας ένας άντρας που πρέπει να είχε ένα αδύνατο σημείο. Καθόταν κάθε βράδυ εκεί και όσοι τον καταλάβαιναν, πίστευαν πως μπορούν να πουν με σιγουριά ότι ναι μεν έδειχνε αδιάφορος, αλλά στην ουσία πρέπει να ήταν ανυπέρβλητα φοβητσιάρης, κυρίως όσον αφορούσε την αστυνομία. Ο καθένας μας μπορούσε να δει ότι κάτι τον έτρωγε.

Γι' αυτόν τον άντρα λοιπόν σκεφτήκαμε κάτι το ιδιαίτερο. Σκίσαμε από μια παλιά ατζέντα του ταβερνιάρη με διευθύνσεις, με την άδειά του βεβαίως, τρεις σελίδες γεμάτες με αναφορές σε αστυνομικά τμήματα, τις τυλίξαμε σε μια εφημερίδα και δώσαμε το πακετάκι στον άνθρωπό μας.

Στην αρχή, καθώς του το δίναμε, επικράτησε απόλυτη ησυχία. Εκείνος πήρε διστακτικά το πακετάκι στο χέρι του και μας κοίταξε με ένα προσποιητό χαμόγελο στα χείλη από κάτω προς τα πάνω. Έπεσε στην αντίληψή μου, πως ψαχούλεψε με τα δάχτυλα το πακετάκι, για να διαπιστώσει, πριν το ανοίξει ήδη, τι κρύβεται μέσα του. Ύστερα όμως το άνοιξε γρήγορα με μία κίνηση.

Αλλά τώρα συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Καθώς ψηλαφούσε για λίγο το κορδόνι με το οποίο ήταν δεμένο το πακετάκι, το βλέμμα του, τάχα τυχαία, έπεσε στο φύλλο της εφημερίδας με το οποίο ήταν τυλιγμένες οι ενδιαφέρουσες σελίδες της ατζέντας. Και τότε φάνηκε ξεκάθαρα ότι το βλέμμα του δεν ήταν απόν. Ολόκληρο το αδύνατο σώμα του (ήταν και πολύ ψηλός) έγειρε πάνω από το φύλλο της εφημερίδας, έσκυψε το πρόσωπό του εντελώς χαμηλά και διάβαζε. Ποτέ μου πρωτύτερα αλλά ούτε και αργότερα δεν είδα έναν άντρα να διαβάζει έτσι. Λες και καταβρόχθιζε όσα διάβαζε. Κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε. Και πάλι, ποτέ μου πρωτύτερα αλλά ούτε και αργότερα δεν είδα έναν άντρα να κοιτάζει με πρόσωπο τόσο αστραφτερό σαν το δικό του.




«Λοιπόν, διαβάζω μόλις τώρα στην εφημερίδα», είπε με μια σκουριασμένη, κουραστικά ήρεμη φωνή, που ήταν γελοία αντίθετη με την αστραφτερή του όψη, «ότι η υπόθεση έχει ξεκαθαρίσει εδώ και καιρό. Καθένας στο Οχάιο γνωρίζει ότι δεν είχα καμία απολύτως σχέση με αυτή την υπόθεση.» Κι ύστερα άρχισε να γελάει.

Κι όλοι εμείς, που στεκόμασταν γύρω του και περιμέναμε κάτι άλλο, καταλάβαμε με μιας ότι εκείνος ο άνθρωπος είχε κατηγορηθεί για κάτι, για το οποίο όμως εντωμεταξύ, όπως τώρα μόλις μάθαινε από το φύλλο της εφημερίδας, είχε αποκατασταθεί, κι αρχίσαμε ξαφνικά να γελάμε ξεκαρδιστικά κι έτσι άλλαξε η ατμόσφαιρα μέσα στο μαγαζί κι εξαφανίστηκε η πίκρα κι ήταν μια όμορφη χριστουγεννιάτικη νύχτα που κράτησε ως το πρωί, κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Και φυσικά μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα γενικής ικανοποίησης δεν έπαιζε πλέον κανένα ρόλο το ότι δεν επιλέξαμε εμείς την εφημερίδα αλλά ο θεός.

(η μετάφραση είναι δική μου)

Freitag, 14. Dezember 2012

STATHIS KOUTSOUNIS * ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ

der Ausgang

woher kommst du, was gibt es Neues dort unten?

heißer Frühnachmittag im Juli
die Sonne ging langsam unter und der Sand
glühend heißes Eisen

wie gelähmt schaute ich aufs Meer
und plötzlich taucht heraus
der Ertrunkene

Algen verheddert in seinen Haaren
und aus den Ohren springen Fische

dort hört man keine Lieder
es spielen nicht die Instrumente
gebeugt schuften alle in einem weiten Acker
für den Großen Herrn graben und pflügen sie
aber sie kommen nicht voran
sie säen und ernten Salz und Kohle
zu seinen Gunsten
den ganzen Tag lang sammeln sie
desnachts verstreut er alles wieder
niemand atmet auf
und wenn einer müde wird
gnadenlos wird er gepeitscht
und fängt wieder von vorne an

dort an den Feiertagen und auch unter der Woche
ohne jemals die Kleider zu wechseln
tragen allesamt Anzüge
zerfetzt vom Wasser und von Erde
und dreckig von der Würmer Kot
dort kommen keine Frauen vorbei
und man bekommt nie einen süßen Blick
einzig Steine kommen geflogen
aus einer der versteckten Ecken

und stellst du dich zu fliehen an
erahnen es sofort die Spitzel
verordnen dir Einzelhaft
und quälen dich ganz grausam

sagte er und schauderte
und schmelzte wie das Eis dahin
das Meer sog ihn wieder auf

(in meiner Übertragung)




η έξοδος

από πού έρχεσαι τι νέα εκεί κάτω

καυτό του Ιουλίου απομεσήμερο
ο ήλιος έπεφτε αργά κι η άμμος
σίδερο πυρωμένο

χάζευα παραλυμένος τη θάλασσα
και ξάφνου βγαίνει απομέσα
ο πνιγμένος

φύκια μπερδεμένα στα μαλλιά του
κι από τ' αυτιά πετάγονταν ψάρια

εκεί τραγούδια δεν ακούγονται
τα όργανα δεν παίζουν
όλοι σκυφτοί δουλεύουνε στ' απέραντo χωράφι
σκάβουν και οργώνουνε για το Μεγάλο Αφέντη
και προκοπή δε βλέπουν
σπέρνουνε και θερίζουν κάρβουνο κι αλάτι
για τη μεγάλη χάρη του
ολημερίς μαζεύουνε
το βράδυ εκείνος τα σκορπίζει
κανείς δεν ξανασαίνει
κι αν κάποιος αποκάμει
μαστιγώνεται αλύπητα
και ξαναρχίζει απ' την αρχή

εκεί καθημερινές και σκόλες
δίχως ν' αλλάζουνε ποτέ
φοράνε όλοι τα κουστούμια τους
φαγωμένα απ' το νερό κι απ' το χώμα
και λερωμένα από ξερατά σκουληκιών
εκεί γυναίκες δεν περνούν
γλυκές ματιές δεν παίρνεις
μόνο πετριές σου έρχονται
από κρυφές γωνίες

κι αν πεις καμιά φορά να δραπετεύσεις
αμέσως το μυρίζονται οι σπιούνοι
σε κλείνουν τότε στην απομόνωση
κι αρχίζουν τα φριχτά βασανιστήρια

είπε και ανατρίχιασε
κι έλιωσε σαν πάγος
τον ρούφηξε ξανά η θάλασσα

Sonntag, 9. Dezember 2012

MANOLIS MESSINIS * ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ

Den anderen Erinnerungen
möge die Fantasie geben so viele Variationen sie will:

                Dem Meeresschäumen
                das die Finger des Schattens berühren
                auf den Tasten der Stunden wandernd
                oder auf eine dunklere Tönung
                die der Himmel in der Nacht annimmt
                während sie tiefer in den Horizont eindringt

                                              Aber jenem Bild
                                              das meine Augen streichelten,
                                              jenem Augenblick
                                              der regungslos bleibt auf meinen Lippen,
                                              hat die Fantasie nichts hinzuzufügen

*****

Στις άλλες μνήμες
όσες θέλει ας δίνει η φαντασία παραλλαγές:

                                 Στο άφρισμα της θάλασσας
                                 που αγγίζουν τα δάχτυλα των ίσκιων
                                 οδοιπορώντας πάνω στα πλήκτρα των ωρών
                                 ή σε μια πιο σκούρα απόχρωση
                                 που παίρνει ο ουρανός τη νύχτα
                                 καθώς βαθαίνει στον ορίζοντα

                                                       Αλλά σ' εκείνη την εικόνα
                                                       που χάιδεψαν τα μάτια μου,
                                                       σ' εκείνη τη στιγμή
                                                       που μένει ακίνητη στα χείλη μου,
                                                       η φαντασία τίποτα δεν έχει να προσθέσει



Eines Tages

Eines Tages,
vertrocknet vielleicht das Blut in unseren Adern,
erinnern sich vielleicht die Vögel nicht zu fliegen,
doch du wirst etwas sagen wollen
über alles, was du nicht getan und auch nicht gesagt;

dann
wirst du dich anstrengen, dich in deiner Geschichte zurechtzufinden
auf anderen Klängen,
und die Erinnerung, als ein prophetisches Wort,
wird hinter deinen Fersen kriechen –
Schicksal dir und auch Qual

*****

Κάποια μέρα

Κάποια μέρα,
ίσως να στραγγίξει το αίμα μες στις φλέβες,
ίσως να μη θυμούνται τα πουλιά να πετούν,
μα εσύ θα θελήσεις κάτι να πεις
για όσα δεν έκανες και όσα δεν είπες


τότε –

θα πασχίζεις να βρεις την άκρη της ιστορίας σου

σε άλλους ήχους πάνω,

και η μνήμη, ως Λόγος προφητικός,

πίσω απ' τις φτέρνες σου θα σέρνεται –

μοίρα και παιδεμός σου





Die Zelle

Ich zähle die Tage
sie vergehen lang gezogen und schwer
Desnachts schließe ich sie draußen vor der Tür ab
und morgens finde ich sie tot an der Schwelle

Eine zertretene Eidechse
jeder Tag, der zu gestern wird
Eine Eidechse
nachts kriecht sie in meinen Gedanken
- in jenen großen Momenten -
Ich habe sie wiedererkannt
Sie ist's die mich führt
dorthin, wo vertrocknete Seelen dursten
nach einem geborenen Atemzug

dort
im Garten der weißen Träume

*****

Το κελί

Μετρώ τις μέρες
που φεύγουν μεγάλες και βαριές
Τις κλειδώνω τη νύχτα έξω απ' την πόρτα
και το πρωί τις βρίσκω νεκρές στο κατώφλι

Μια πατημένη σαύρα
η κάθε μέρα που γίνεται χθες
Μια σαύρα
που σέρνεται στη σκέψη μου τις νύχτες
– εκείνες τις μεγάλες στιγμές –
Την έχω αναγνωρίσει
Είναι αυτή που με οδηγεί
εκεί που στεγνές ψυχές διψούν
ανάσα γεννημένη

εκεί
στον κήπο των λευκών ονείρων




Still

Der Blick, ein Brandmal –
dass er ganz langsam verfliegt ins Schweigen

Der Gedanke, Teile die nicht zueinander passen –
das Schweigen zu bringen und es auch fort zu jagen

und der stille Blick
tief und ausgebreitet
dass er sich Erwarten nährt

*****

Σιωπηλά

Το βλέμμα στίγμα –
να φεύγει λίγο λίγο στη σιωπή

Η σκέψη κομμάτια αταίριαστα –
να φέρνει και να διώχνει τη σιωπή

και η σιωπηλή ματιά
βαθιά και απλωμένη
να εκτρέφεται μια αναμονή




Oh ihr

Oh, ihr Wächter des ewigen Schweigens

wachsame Denker des Nichts

wirft endlich ab
die falsche Träne
die meinen Blick auslacht,

hört ihr nicht
das Klagelied der Wut?

*****

Ω, εσείς

Ω, εσείς φρουροί της αιώνιας σιωπής

άγρυπνοι στοχαστές του μηδενός

πετάξτε επιτέλους
το ψεύτικο δάκρυ
που τη ματιά μου κοροιδεύει,

δεν ακούτε
τον θρήνο της οργής;

*****

(Οι φωτογραφίες είναι όλες δικές μου
Alle Fotos sowie die Übersetzungen ins Deutsche stammen von mir)

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...