Dienstag, 25. Dezember 2012

BERTHOLT BRECHT, Το πακέτο του καλού θεού

Πάρτε τις καρέκλες και το τσάι σας κι ελάτε εδώ πίσω, κοντά στη σόμπα, μην ξεχάσετε το ρούμι σας. Κάνει καλό να νοιώθεις ζεστασιά, όταν μιλάνε για το κρύο.

Μερικοί άνθρωποι, κυρίως μια συγκεκριμένη πάστα αντρών που δεν τους αρέσουν οι συναισθηματισμοί, έχουν μια αλλεργία στα Χριστούγεννα. Αλλά τουλάχιστον μια χρονιά στη ζωή μου μου έμειναν τα Χριστούγεννα έντονα στη μνήμη. Ήταν η παραμονή του 1908 στο Σικάγο.
Είχα πάει στο Σικάγο αρχές Νοέμβρη και αμέσως, μόλις ρώτησα πώς είναι η κατάσταση γενικά, μου είπαν ότι θα είχαμε τον χειρότερο χειμώνα που θα μπορούσε να έχει αυτή η καθόλου άνετη πόλη. Κι όταν ρώτησα πώς είναι τα πράγματα για έναν λεβητοκατασκευαστή, μου απάντησαν ότι ένας λεβητοκατασκευαστής δεν είχε καμία δυνατότητα να βρει δουλειά, κι όταν άρχισα να ψάχνω ένα κάπως φτηνό μέρος να διανυκτερεύσω, είδα ότι όλα ήταν πολύ ακριβά για την τσέπη μου. Μα την ίδια εμπειρία είχαν κι άλλοι, από τους άλλους επαγγελματικούς κλάδους εκείνον τον χειμώνα του 1908 στο Σικάγο.

Κι ο άνεμος, ερχόμενος από τη λίμνη του Μίτσιγκαν, να λυσσομανά ολόκληρο τον Δεκέμβρη, και τέλος του μήνα έκλεισαν και μια σειρά μεγάλες εταιρείες πακεταρίσματος κρεάτων στέλνοντας έτσι ένα μεγάλο κύμα ανέργων στους παγωμένους δρόμους.

Όλη την ημέρα οργώναμε τα σοκάκια των συνοικιών ψάχνοντας απεγνωσμένα για δουλειά κι ήμασταν χαρούμενοι όταν το βραδάκι μπορούσαμε να χωθούμε σ' ένα μικρούτσικο κουτούκι στην περιοχή των σφαγείων, που ήταν φίσκα από κουρασμένους ανθρώπους. Εκεί ήταν τουλάχιστον ζεστά και μπορούσαμε να ησυχάσουμε λιγάκι. Και καθόμασταν όσο γινόταν, μ' ένα ποτήρι ουίσκι, που για να το απολαύσουμε κάναμε ολόκληρη τη μέρα οικονομία, γιατί μέσα σ' αυτό το ποτήρι είχε επιπλέον ζεστασιά, θόρυβο και συντρόφια, όλα δηλαδή όσα μας έδιναν ακόμα ελπίδα.

Εκεί μας βρήκε λοιπόν και η παραμονή των Χριστουγέννων εκείνης της χρονιάς και το κουτούκι ήταν ακόμα πιο φίσκα από άλλοτε και το ουίσκι ακόμα πιο νερουλό και το κοινό ακόμα πιο απελπισμένο. Είναι ολοφάνερο ότι ούτε το κοινό αλλά ούτε κι ο ταβερνιάρης δεν μπορούν να έχουν γιορτινή διάθεση, όταν το μοναδικό πρόβλημα των θαμώνων είναι να τη βγάλουν όλη τη νύχτα με ένα ποτήρι, ενώ το μοναδικό πρόβλημα του ταβερνιάρη είναι να πετάξει έξω όσους έχουν μπροστά τους άδειο ποτήρι.

Όμως γύρω στις δέκα η ώρα μπήκαν μέσα δυο τρεις τύποι, ποιος ξέρει από πού έρχονταν, με μερικά δολάρια παραπάνω στην τσέπη, και, μάλλον επειδή ήταν Χριστούγεννα και υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένας συναισθηματισμός, άρχισαν να κερνάνε όλο τον κόσμο. Πέντε λεπτά αργότερα το μαγαζί ήταν αγνώριστο.

Όλοι πήγαν και ξαναγέμισαν το ποτήρια τους με ουίσκι (προσέχοντας να μην τους κλέψει ο μπάρμαν), ένωσαν τα τραπέζια και παρακάλεσαν ένα κορίτσι που έδειχνε να είναι τολμηρό, να τους χορέψει Cakewalk, ενώ όλοι ανεξαιρέτως κρατούσαν τον ρυθμό χτυπώντας παλαμάκια. Μα, πώς να το πω, ίσως είχε βάλει το χέρι του ο διάολος, το κέφι δεν άναβε κανονικά.

Μάλιστα από την αρχή κάτι δεν πήγε καλά στην όλη ιστορία, θαρρώ πως οφείλονταν στο ότι ήταν υποχρεωμένοι να δεχθούν ένα δώρο, αυτό τους εκνεύρισε. Δεν έβλεπαν με καλό μάτι τους δωρητές τούτης της χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας. Ήδη μετά που άδειασαν τα πρώτα ποτήρια με το κερασμένο ουίσκι, καταστρώθηκε το σχέδιο να γίνει ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δώρο, τουτέστιν μια επιχείρηση σε λαμπρό στιλ.

Επειδή δεν υπήρχε πληθώρα δώρων, δεν ήταν σωστό ένα δώρο να είναι μεγάλης αξίας αλλά πολύ περισσότερο να ταιριάζει σ' αυτόν που θα το πάρει και ακόμα καλύτερα να έχει ένα βαθύ νόημα.

Έτσι, χαρίσαμε στον ταβερνιάρη μια σαμπανιέρα γεμάτη με βρώμικο χιονόνερο από έξω όπου υπήρχε εν αφθονία, ώστε να του φτάσει το παλιό του ουίσκι μέχρι να μπει και το νέο έτος. Στον σερβιτόρο χαρίσαμε ένα παλιό κονσερβοκούτι, που είχε ξεράσει κάποιος μέσα, για να έχει τουλάχιστον ένα σωστό κομμάτι σερβίτσιου. Και σε ένα κορίτσι του μαγαζιού χαρίσαμε έναν οδοντωτό σουγιά, για να μπορεί να ξύσει την πούδρα του περασμένου χρόνου από το πρόσωπό της.

Όλοι οι παρόντες, εξαιρουμένων ίσως αυτών που δέχονταν τα δώρα, χειροκροτούσαν θερμά κάθε φορά. Κι ύστερα ήρθε η πιο διασκεδαστική στιγμή.

Βρίσκονταν ανάμεσά μας ένας άντρας που πρέπει να είχε ένα αδύνατο σημείο. Καθόταν κάθε βράδυ εκεί και όσοι τον καταλάβαιναν, πίστευαν πως μπορούν να πουν με σιγουριά ότι ναι μεν έδειχνε αδιάφορος, αλλά στην ουσία πρέπει να ήταν ανυπέρβλητα φοβητσιάρης, κυρίως όσον αφορούσε την αστυνομία. Ο καθένας μας μπορούσε να δει ότι κάτι τον έτρωγε.

Γι' αυτόν τον άντρα λοιπόν σκεφτήκαμε κάτι το ιδιαίτερο. Σκίσαμε από μια παλιά ατζέντα του ταβερνιάρη με διευθύνσεις, με την άδειά του βεβαίως, τρεις σελίδες γεμάτες με αναφορές σε αστυνομικά τμήματα, τις τυλίξαμε σε μια εφημερίδα και δώσαμε το πακετάκι στον άνθρωπό μας.

Στην αρχή, καθώς του το δίναμε, επικράτησε απόλυτη ησυχία. Εκείνος πήρε διστακτικά το πακετάκι στο χέρι του και μας κοίταξε με ένα προσποιητό χαμόγελο στα χείλη από κάτω προς τα πάνω. Έπεσε στην αντίληψή μου, πως ψαχούλεψε με τα δάχτυλα το πακετάκι, για να διαπιστώσει, πριν το ανοίξει ήδη, τι κρύβεται μέσα του. Ύστερα όμως το άνοιξε γρήγορα με μία κίνηση.

Αλλά τώρα συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Καθώς ψηλαφούσε για λίγο το κορδόνι με το οποίο ήταν δεμένο το πακετάκι, το βλέμμα του, τάχα τυχαία, έπεσε στο φύλλο της εφημερίδας με το οποίο ήταν τυλιγμένες οι ενδιαφέρουσες σελίδες της ατζέντας. Και τότε φάνηκε ξεκάθαρα ότι το βλέμμα του δεν ήταν απόν. Ολόκληρο το αδύνατο σώμα του (ήταν και πολύ ψηλός) έγειρε πάνω από το φύλλο της εφημερίδας, έσκυψε το πρόσωπό του εντελώς χαμηλά και διάβαζε. Ποτέ μου πρωτύτερα αλλά ούτε και αργότερα δεν είδα έναν άντρα να διαβάζει έτσι. Λες και καταβρόχθιζε όσα διάβαζε. Κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε. Και πάλι, ποτέ μου πρωτύτερα αλλά ούτε και αργότερα δεν είδα έναν άντρα να κοιτάζει με πρόσωπο τόσο αστραφτερό σαν το δικό του.




«Λοιπόν, διαβάζω μόλις τώρα στην εφημερίδα», είπε με μια σκουριασμένη, κουραστικά ήρεμη φωνή, που ήταν γελοία αντίθετη με την αστραφτερή του όψη, «ότι η υπόθεση έχει ξεκαθαρίσει εδώ και καιρό. Καθένας στο Οχάιο γνωρίζει ότι δεν είχα καμία απολύτως σχέση με αυτή την υπόθεση.» Κι ύστερα άρχισε να γελάει.

Κι όλοι εμείς, που στεκόμασταν γύρω του και περιμέναμε κάτι άλλο, καταλάβαμε με μιας ότι εκείνος ο άνθρωπος είχε κατηγορηθεί για κάτι, για το οποίο όμως εντωμεταξύ, όπως τώρα μόλις μάθαινε από το φύλλο της εφημερίδας, είχε αποκατασταθεί, κι αρχίσαμε ξαφνικά να γελάμε ξεκαρδιστικά κι έτσι άλλαξε η ατμόσφαιρα μέσα στο μαγαζί κι εξαφανίστηκε η πίκρα κι ήταν μια όμορφη χριστουγεννιάτικη νύχτα που κράτησε ως το πρωί, κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Και φυσικά μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα γενικής ικανοποίησης δεν έπαιζε πλέον κανένα ρόλο το ότι δεν επιλέξαμε εμείς την εφημερίδα αλλά ο θεός.

(η μετάφραση είναι δική μου)

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...