Mittwoch, 11. Mai 2011

ΣΙΛΒΑΝΑ



- Πώς να την πω, μαμά; Τι όνομα να της δώσω;
- Να την πεις Βάσω! Τα παιδιά δίνουν στα παιδιά τους το όνομα των γονιών τους!
- Μαμά μου, μη θυμώνεις, αλλά το Βάσω δεν μ' αρέσει;
- Ε, τότε να την πεις Ευδοκία, το όνομα της γιαγιάς σου που σ' αγαπά τόσο πολύ, κι εσύ εκείνην άλλο τόσο!
- Ούτε κι αυτό μ' αρέσει...
Τους είχα σκάσει όλους μ' αυτό το πρόβλημα! Μέρες τώρα το μόνο θέμα που άνοιγα κάθε απόγευμα μετά τον μεσημεριανό ύπνο ήταν τι όνομα θα έδινα στην κούκλα μου...
- Σοφουλίτσα, δεν τη λες Σιλβάνα να τελειώνουμε; πετάχτηκε τότε ο θείος Γιάννης, που λάτρευε την Σιλβάνα Μανιάνο κι έπινε εκείνη την ώρα τον απογευματινό του καφέ στην αυλή μας.
Σιγά που ήξερα εγώ ποια ήταν η Σιλβάνα Μανιάνο, αλλά: πρώτον μου άρεζε που ο θείος με φώναζε Σοφουλίτσα (ακόμα και σήμερα όταν τηλεφωνά για να μου ευχηθεί Χρόνια Πολλά, τι κάνεις Σοφουλίτσα, με ρωτά!) και δεύτερον ενθουσιάστηκα αμέσως με το όνομα που ηχούσε εξωτικό στα παιδικά μου αυτιά. Η απόφαση πάρθηκε και μέσα στο μυαλουδάκι μου έστελνα ήδη τις προσκλήσεις για την βάφτισή της, γιατί ένα ήταν σίγουρο: ήθελα να δουν όλες οι φίλες μου ότι επιτέλους απέκτησα κι εγώ μια κούκλα και θα τους την παρουσίαζα με όλη την επισημότητα που της άρμοζε...
Οι Αθηναίοι θείοι μού την είχαν φέρει όταν μας επισκέφτηκαν εκείνο το καλοκαίρι. Τι χαρά έκανα, απερίγραπτη! Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι. Όχι, δεν την έβλεπα καθόλου σαν παιχνίδι, περισσότερο σαν παιδί μου την έβλεπα - την αγαπούσα πάρα πολύ, αλλά της έκανα συχνά παρατηρήσεις: μη μιλάς εσύ όταν μιλούν οι μεγάλοι, όταν βήχεις να βάζεις το χέρι σου μπροστά στο στόμα, κλείσε τα πόδια σου όταν κάθεσαι να μη φαίνεται το βρακάκι σου... αλλά την λάτρευα.
Ήταν από μαλακό πλαστικό και μύριζε πολύ όμορφα, ολόξανθη με μακριά μαλλιά που μπορούσα να τα λούζω και να τα χτενίζω (τις έφτιαχνα πλεξούδες, της έβαζα τσιμπιδάκια και κορδελάκια), είχε μάτια γαλανά (νόμίζω από τότε έχω την τρέλλα με τα γαλανά μάτια - κάποτε έλεγα θα παντρευτώ, μόνο αν βρω άντρα με γαλανά μάτια...), φορούσε ένα ροζ κοντομάνικο φορεματάκι με φουρό, άσπρα πλαστικά παπουτσάκια και ροζ σοσονάκια.
Το πρωί πριν πάω στο σχολείο (νήπιο πήγαινα τότε, θαρρώ) την κάθιζα όμορφα όμορφα ανάμεσα στα δύο μεγάλα κεντητά μαξιλάρια του ντιβανιού, τη νουθετούσα να είναι φρόνιμη ώσπου να γυρίσω, της έδινα ένα φιλάκι κι έφευγα. Όταν γυρνούσα από το σχολείο βιαζόμουν να φάω και να κάνω τα μαθήματά μου για να έχω μετά χρόνο να παίξω με την Σιλβάνα.  Όπου κι αν πήγαινα το απόγευμα ή τα Σαββατοκύριακα, την έπαιρνα πάντα μαζί μου.
Όταν ξεκίνησαν οι θερινές διακοπές, ήρθε στο χωριό από την Θεσσαλονίκη να μείνει στη γιαγιά της για ένα Παρασκευοσαββατοκύριακο, πριν πάει μαζί με όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου στην κατασκήνωση, η Σοφούλα η ορφανή. Συνεννοηθήκαμε μαζί με την Ελισσώ (η Ελισσώ ήταν η καλύτερη φίλη μου) να πάμε μαζί με και με τ' άλλα κορίτσια να τη δούμε και να παίξουμε όλες μαζί με τις κούκλες μας. Η Σοφούλα είχε θείους στη Γερμανία κι επειδή έχασε πολύ νωρίς τους γονείς της - της έστελναν κάθε τόσο διάφορα παιχνίδια, που εμείς ούτε να φανταστούμε μπορούσαμε ότι υπάρχουν. Έτσι και τώρα μας είχε μια έκπληξη: Αντί για κούκλα, είχε φέρει μαζί της έναν κούκλο!
Μόλις τον αντίκρυσε η Σιλβάνα τον ερωτεύτηκε αμέσως. Πετάρισαν τα μακριά της βλέφαρα ντροπαλά κι ένα ελαφρύ ροζ κάλυψε για λίγο τα μαγουλάκια της. Οι άλλες κούκλες έκαναν αμέσως έναν κύκλο γύρω του κι άρχισαν τα χαχανητά και τις φλυαρίες - μόνο και μόνο για να τις προσέξει. Εκείνος κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι προς το μέρος της Σιλβάνας, που καθόταν δίπλα μου διστακτική να μπει στο παιχνίδι των άλλων, και προσπαθούσε με το βλέμμα του να διερευνήσει τις σκέψεις και τα αισθήματά της. Μου ζήτησε να πάμε σπίτι. Δεν το κουβεντιάσαμε, μα την καταλάβαινα απολύτως!
Αχάραγα σχεδόν την άλλη μέρα, νάσου και χτυπά η πόρτα του σπιτιού μας. Η Σοφούλα ήταν με τον Κούκλο κι ήθελε οπωσδήποτε να μου πει κάτι μυστικά. Πήρα τη Σιλβάνα και βγήκα έξω στην αυλή. Δεν μου διέφυγε, πώς κοιτάχτηκαν τα δυο κουκλιά μας, ούτε και που εκείνος άπλωσε τρυφερά το χέρι του για χαιρετισμό πάνω στον ώμο της.
-Βλέπεις, να γι' αυτό ήρθαμε, έκανε η Σοφούλα. Από την ώρα που φύγατε χτες, μούτρωσε και δεν έιχε όρεξη για τίποτα. Έπρεπε να του υποσχεθώ πως θα ρθούμε πρωί πρωί να σας επισκεφτούμε, για να πέσει να κοιμηθεί...
Βάλαμε τη Σιλβάνα και τον Κούκλο να καθίσουν δίπλα δίπλα και αφού τη ρώτησα πώς περνούσε εκεί στο ορφανοτροφείο, η Σοφούλα άρχισε να μου διηγείται διάφορες όμορφες και άλλες πιο δυσάρεστες ιστορίες. Όλη την ώρα έπιανα σε πεταχτές ματιές τον Κούκλο να έχει εντωμεταξύ αγκαλιάσει με το ένα χέρι για τα καλά την Σιλβάνα, να της χαιδεύει τα μαλλιά και να της μιλάει απλώνοντας κάπου κάπου το άλλο χέρι και δείχνοντάς της κάτι πέρα μακριά. Εκείνη έστρεφε το κεφάλι να δει κι έτσι, σε μια τέτοια στιγμή βρέθηκαν τα πρόσωπά τους κολλητά - δεν έχασε εκείνος ευκαιρία και κόλλησε τα χείλη του επάνω στα δικά της.
-Θέλει να την παντρευτεί, είπε η Σοφούλα, την ερωτεύτηκε τρελά! Τι λες; Να τους παντρέψουμε;
-Και γιατί όχι; απάντησα αμέσως χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. Σιγά που θα ήμουν εγώ αυτή που θα έμπαινε εμπόδιο στην ευτυχία τους... Πότε όμως;
-Σήμερα το βράδυ, γιατί αύριο το μεσημέρι θα έρθουν να με πάρουν για την κατασκήνωση. Τι λες; Θα πω εγώ και στ' άλλα τα κορίτσια να έρθουν και θα συναντηθούμε το βραδάκι στη ρεματιά.
Συμφώνησα κι έτρεξα αμέσως απέναντι στον μύλο να βρω τον Στέλιο να του πω τα νέα. Ο Στέλιος δεν ήταν σπίτι - καλύτερα, γιατί μπορεί και να με κορόιδευε, όπως συνήθως και να μου έλεγε ότι η ζωή δεν είναι παραμύθι και να μου χαλούσε τη χαρά!
Όλα έγιναν με την επισημότητα που τους άρμοζε, με κόσμο πολύ, φίλες και φίλους, όμορφη, σύντομη τελετή, φαγοπότι με πολύ νερό από το ρέμα και βατόμουρα και σύκα, γλέντι τρικούβερτο που το διαλύσαμε μόλις άρχισαν να αντηχούν οι πρώτες φωνές: Σοφούλααααααααααααααα! Έλα σπίτι γρήγορα, πού είσαι; Νύχτωσεεεεεεεεεεεεε!
Μαζεύτηκα αμέσως, αγκάλιασα για τελευταία φορά τη Σιλβάνα, της έδωσα ένα ατέλειωτο φιλί κι έτρεξα για το σπίτι....

Πέρασαν πολλές βδομάδες ώσπου να παρατηρήσει η μητέρα μου ότι κάτι λείπει κι ότι κι εγώ τον τελευταίο καιρό ήμουνα ...κάπως.
-Δε μου λες, πού είναι  η Σιλβάνα; ρώτησε μια μέρα.
-Εσύ όταν παντρεύτηκες έμεινες με τη μαμά σου; την αποστόμωσα και της αφηγήθηκα όλη την ιστορία!
Άκουσα τις κατσάδες της ζωής μου από τη μητέρα μου εκείνο το καλοκαίρι πριν φύγει για τη Γερμανία, ακολουθώντας τον δικό της ...Κούκλο!

(Με αφορμή ένα κόκκινο τρενάκι που έστειλε μια νεράιδα σε ταξίδι πριν αρκετό καιρό και που έκανε μια μεγάλη στάση εδώ...  και μου ξεσήκωσε αναμνήσεις!)

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...