Freitag, 25. Februar 2011

Η κοπέλα που έγινε νεράιδα


Κάποτε, στο μέρος που ονομάζεται γαλάζιος πλανήτης, υπήρχε μια απέραντη πολιτεία. Οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι. Σ' όποια γωνιά του πλανήτη κι αν κατοικούσαν, ξυπνούσαν το πρωί ξεκούραστοι, άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα, αντίκρυζαν ψηλά στον ουρανό τον άρχοντα ήλιο να λάμπει κι ένιωθαν την ανάγκη να πουν μια καλημέρα... Οι περισσότεροι το 'καναν σιγοτραγουδώντας. Έπαιρνε ο άνεμος τη μελωδία κι αρμένιζε όλα τα σοκάκια να γλυκανοίξουν οι γειτόνοι τα βλέφαρα και να χαιρετίσουν τη νέα μέρα.
Οι περισσότεροι τα σπίτια τους τα είχαν αεράτα καμωμένα – μόνο με τοίχους ν' ανακοινώνουν όσα ήθελαν να μοιραστούν με τους άλλους –, κι έτσι έμπαινε κι έβγαινε όποιος φίλος ήθελε, αντάλλασαν μια δυο κουβέντες για την καθημερινότητα, σχολίαζαν την πολιτική, άκουγαν όλοι μαζί τη μουσική που τους άρεζε κι αποχαιρετιόντουσαν ως την άλλη μέρα... Καληνύχτα Μαργαρίτα, καληνύχτα Ορέστη, καλή ξεκούραση, καλό ξημέρωμα, όνειρα γλυκά – έπαιρναν κι έδιναν οι ευχές!...

Ζούσε μαζί με τους δικούς της σε μια πολιτεία του πλανήτη και μια κοπέλα που όλοι την καμάρωναν, γιατί όμοιά της δεν υπήρχε πουθενά. Είχε μία παράξενη έλξη επάνω της, κι ας μην ήταν πεντάμορφη όπως οι βασιλοπούλες των παραμυθιών, μα έξυπνη πολύ και φιλεύσπλαχνη. Όμως εκείνο για το οποίο όλοι την θάυμαζαν, ήταν επειδή αγαπούσε το δίκιο και δεν ήθελε κανείς, πουθενά να κατηγορείται άδικα!
Πολλοί είχαν μάθει για την κοπέλα αυτή και θέλησαν να τη γνωρίσουν, να τη χαιρετήσουν, να συνομιλήσουν μαζί της και να τη συμβουλευτούν. Εκείνη τους υποδέχονταν με το χαμόγελο στα χείλη, τους έβαζε να ξαποστάσουν, τους κερνούσε τα καλούδια της κι ύστερα κουβέντιαζαν ώρες πολλές ως τα χαράματα...
Μα το παράξενο ήταν, πως ενώ την αποχαιρετούσαν, δεν επέστρεφαν ξανά πίσω στον τόπο τους, γιατί τον λησμονούσαν. Λησμονούσαν την καταγωγή τους – αφού η κοπέλα τους δίδασκε πως καμία σημασία δεν έχει από πού καταγόμαστε αλλά τι φτιάχνουμε με το υλικό που φέρουμε μέσα μας... Αν αγαπάμε τους γονείς μας, τότε αγαπάμε και σεβόμαστε τους γονείς όλου του κόσμου, έλεγε, κι αν αγαπάμε τα παιδιά μας, τότε φροντίζουμε να μην πάθει κακό ποτέ κανένα παιδί στον πλανήτη μας... Κι αν αγαπάμε τον πλανήτη μας, τότε προστατεύουμε όλα τα πλάσματα που υπάρχουν πάνω του, ζώα και δέντρα, νερά κι αέρα, έλεγε...
Κάποτε έφτασε στο σπιτικό της κι ένα παλληκάρι. Κατάγονταν από εύπορη οικογένεια στην άλλη άκρη του ωκεανού και ήρθε με τρικάταρτο. Τον συνόδευαν οι πιο καλοί του φίλοι. Έχω ακούσει πολλά για σένα, της είπε, και θέλησα να σε γνωρίσω από κοντά.
Καλωσόρισες, αποκρίθηκε εκείνη, και σήκωσε το βλέμμα να τον δει. Κι αντίκρυσε δυο όμορφες γαλάζιες χάντρες να την κοιτούνε τρυφερά και δυο χείλη να της χαμογελούν ζεστά! Και τότε φτερούγισαν μέσα στα σωθικά της δυο πεταλούδες που έψαχναν από καιρό να βρουν την έξοδο...
Τη νύχτα εκείνη, το κουρασμένο απ' το ταξίδι παληκάρι και η σοφή κοπέλα δεν έκλεισαν μάτι, μήτε το στόμα τους. Μιλούσαν σαν δυο φιλαράκια που γνωριζόντουσαν από τότε που γεννήθηκαν, χωρίστηκαν για λίγο διάστημα και ξανασυναντήθηκαν. Γελούσαν κι οι δυο με τ' αστεία σχόλια του παληκαριού για όσα συνάντησε στο διάβα του, μα κάθονταν και σιωπηλοί απολαμβάνοντας νυχτιάτικες μελωδίες και κόκκινο κρασί...
Πέρασαν έτσι αρκετά μερόνυχτα!
Συνέχιζαν να καραφθάνουν καθημερινά νέοι επισκέπτες – άντρες και γυνάικες – περνούσαν μαι όμορφη βραδιά κι αποχωρούσαν, μα το παληκάρι με τα γαλάζια μάτια έρχονταν κάθε νυχτιά. Τον είχε συνηθίσει η κοπέλα και χτύπαγε η καρδιά της δυνατά όταν αργούσε λιγάκι. Σκιαζότανε η δόλια μην έπαθε τίποτα κακό!
Μα ένα βράδυ τίποτα δεν έγινε όπως πάντα, το είχε νιώσει από νωρίς η κοπέλα, είχε μια ταραχή απροσδιόριστη... Ούτε νέος επισκέπτης δε διάβηκε το κατώφλι της, ούτε το παληκάρι με τις δυο γαλάζιες λίμνες που τοσο της άρεσε να βυθίζεται, φαινόταν να 'ρχεται. Μόνο ένα μαύρο πουλί της συμφοράς φάνηκε στον ορίζοντα, τράβηξε έναν κύκλο χαμηλά κι άφησε από το ράμφος του να πέσει στην αυλή της ένας κατάλευκος φάκελλος. Έτρεξε η κοπέλα, τον σήκωσε και με κινήσεις γρήγορες τον άνοιξε: Μάζεψε ότι έχεις και δεν έχεις και δίνε του, δεν σε χωρά άλλο ο τόπος μας. Και μη διαννοηθείς να μην το κάνεις, να ξέρεις θα πεθάνει ένας αθώος!
Ταράχτηκε η κοπέλα με τα λόγια τούτα κι ο νους της πήγε αμέσως στο παληκάρι – σύντροφό της. Έτσι με βαριά καρδιά, αλλά για να μην τον βάλει σε κίνδυνο, αποφάσισε να ξενιτευτεί, να πάει σ' άλλον τόπο, να δει και άλλα μέρη, μην τύχει και ξεχαστεί και γιάνει ο πόνος της.
Όλοι οι φίλοι της βυθίστηκαν σε πένθος, μη ξέροντας την απειλή της έλεγαν να μείνει, μα εκείνη δεν τους άκουσε, ήταν ήδη φευγάτη. Τους υποσχέθηκε όμως ότι θα γυρίσει κοντά τους, σαν νιώσει πως αλλού δεν θα στεριώσει. Οι φίλοι της δεν την πίστεψαν κι αποφάσισαν να τη συνοδέψει κάποιος από τους μεγαλύτερους και σοφότερους, ώστε να πάρουν μετά μαζί το δρόμο του γυρισμού.
Έτσι κι έγινε.
Έφτασε λοιπόν η μέρα του αποχωρισμού και όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν για να χαιρετήσουν την κοπέλα, που είχε ετοιμαστεί για το μεγάλο ταξίδι.
Και μια και δυο κίνησαν, βάδιζε μαζί με τον συνοδό της αργά στο δρόμο, αμίλητοι στην αρχή κι οι δυο, ξεθάρρεψε αργότερα εκείνη και παρατηρούσε με μανία και θαυμασμό τις ομορφιές που έβλεπε για πρώτη φορά.
Λίγο πιο έξω από τον τόπο τους ήτανε μια πηγή. Αποφάσισαν να καθίσουν να ξεκουραστούν, μια και ο δρόμος ήταν ανηφορικός και δύσκολος.
Ο συνοδός της κάποια στιγμή σηκώθηκε και της πρότεινε να συνεχίσουν, αλλά η κοπέλα τον παρακάλεσε να καθίσουν λίγο για να προλάβει να πλυθεί και να χτενιστεί.
Ά
ρχισε να ξεπλέκει τα μαύρα της μαλλιά. Μα έτσι καθώς τα ξέπλεξε και χύθηκαν πάνω στους ώμους της, το φως του φεγγαριού που τ' άγγιξε τα έκανε ν' αστράψουν σαν ασήμι! Είδε την εικόνα της ο συνοδός, θόλωσαν τα μάτια του και άρχισε να βλέπει την κοπέλα με «κακό μάτι». Ένα μάτι όχι αγάπης και καλοσύνης όπως έκανε άλλες φορές, αλλά ένα μάτι ύπουλο, σαν θηρίο ανήμερο που ήταν έτοιμο να την κατασπαράξει.
Η κοπέλα φοβήθηκε με την αντίδραση του συνοδού της και πριν εκείνος προλάβει να την πλησιάσει και να κινηθεί προς το μέρος της, άρχισε να φωνάζει με κλάματα και λυγμούς λέγοντας σπαραχτικά:
«Βούλα και βουλόλιμνα κι εγώ στοιχειό στη λίμνα!»

Στ
η στιγμή ολόκληρος ο τόπος βούλιαξε κι έγινε λίμνη. Ενώ η κόρη έγινε νεράιδα.
Κάποιοι, λένε ότι την έχουν δει στη μέση της λίμνης, να πλένεται να λούζεται δίπλα σε μια πηγή. Άλλοι λένε πως όποιος πιστεύει στον θρύλο αυτό, μπορεί να τηνε βλέπει και τη νύχτα να γλιστράει στα γυάλινα νερά, να κολυμπάει, να λούζει τ' ασημένια της μαλλιά και να πλημμυρίζουν τα νερά της λίμνης από το φως τους...
Μονάχα όταν ο άνεμος φουσκώνει τα νερά της λίμνης και γίνονται ορμητικά και άγρια, τότε μόνον η κοπέλα βυθίζεται στον πάτο της λίμνης και μαζεύει όλη της την ενέργεια να τη στείλει στον καραβοκύρη, μην τύχει κι είναι το παληκάρι με τις γαλάζιες χάντρες και πάθει τίποτα κακό...
Ύστερα, σαν ησυχάζει η πλάση κι όλα είναι πάλι ήρεμα, κάθεται εκεί δα και τραγουδάει περίλυπα τραγούδια, κι άλλοτε κλαίει για τη μοίρα που διάλεξε η ίδια…
Πολλές φορές οι κάτοικοι, βλέπουν πάνω στη λίμνη να πέφτουν στάλες βροχής, χωρίς να βρέχει… Λένε πως είναι τα δάκρυα της νεράιδας...
Να' ναι στ' αλήθεια έτσι;...

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...