Kannst du mir Freude
schenken? fragte sie ihn.
Sie waren beide in
einem kleinen Haus, am Rande eines April, in Paris. Er malte Früchte
und Wein, damit sie es miteinander teilten.
Sie waren beide sehr
leicht mit den Restkleidern der Nacht angezogen. Eine kleine Zitrone
blühte in ihren Haaren. Sie hatten sich noch nie berührt und
trotzdem hatten sie gerade ein Holzbett am Rande eines Abgrunds
geteilt.
Ich weiß nicht, sagte
er ernst. Es hängt davon ab, wie sehr du dich vor mir fürchtest.
Aber wirst du es mit
mir aushalten? beharrte sie. Du weißt doch, nicht alle sind so
tapfer. Manche sehnen sich nach etwas Festem, sie wollen einen klaren
Rahmen sehen; wenn sie Frau sagen, sollst du da sein, auf einem Stuhl
am Boden festgenagelt, anwesend, vorbestimmt, glaubwürdig in ihrer
Hände Form, kontrolliert und kontrollierbar und vor allem ohne
Überraschungen, die das sichere Gleichgewicht bedrohen; ich aber war
schon immer trüb und wechselte ständig, mal Dunst mal Eis mal Wolke
und entwich durch kleine Schlüssellöcher und verflüchtigte mich im
Nebel. Doch wenn ich liebte, konnte ich mich mit meinem ganzen Wesen
hingeben. Denn Liquidität setzt Kondension voraus.
Ich will, dass du mir
die Schattierungstechnik beibringst, sagte er ihr mutig.
Und sο verbrachten sie
den Frühling zusammen in Paris.
foto: Ronny (Spiegelperplex), Ponts Des Arts, Paris 2014
Μπορείς να μου
δώσεις την χαρά; τον ρώτησε.
Βρίσκονταν οι δυο σ’ ένα μικρό σπίτι, στην άκρη ενός Απρίλη, στο Παρίσι. Αυτός ζωγράφιζε φρούτα και κρασί για να τα μοιραστούν.
Ήταν και οι δύο πολύ ελαφρά ντυμένοι με τα αποφόρια της νύχτας. Ένα μικρό λεμόνι άνθιζε στα μαλλιά της. Δεν είχαν αγγιχτεί ποτέ παρόλα αυτά είχαν μόλις μοιραστεί ένα ξύλινο κρεβάτι πάνω από έναν γκρεμό.
Δεν ξέρω, είπε αυτός σοβαρά. Εξαρτάται από το πόσο με φοβάσαι.
Μπορείς όμως να με αντέξεις; επέμενε αυτή. Δεν είναι όλοι τόσο γενναίοι ξέρεις. Κάποιοι λαχταρούν την σταθερότητα, θέλουν να βλέπουν το καθαρό περίγραμμα, να λεν γυναίκα και να είσαι καρφωμένη εκεί σε μία καρέκλα στο πάτωμα, παρούσα, καθορισμένη, αξιόπιστη στο σχήμα των χεριών τους, ελεγχόμενη και ελέγξιμη και προπαντός χωρίς εκπλήξεις που απειλούν την ασφαλή ισορροπία κι εγώ πάντα ήμουν αχνή κι άλλαζα συνέχεια πότε ατμός πότε πάγος πότε σύννεφο και διέφευγα από μικρές κλειδαρότρυπες και διαχεόμουν στην ομίχλη. Όταν όμως αγαπούσα μπορούσα να δοθώ με όλη την ουσία μου. Γιατί η ρευστότητα προϋποθέτει την συμπύκνωση.
Θέλω να μου μάθεις την τέχνη των φωτοσκιάσεων, της είπε αυτός θαρραλέα.
Κι έμειναν μαζί Άνοιξη στο Παρίσι.
Βρίσκονταν οι δυο σ’ ένα μικρό σπίτι, στην άκρη ενός Απρίλη, στο Παρίσι. Αυτός ζωγράφιζε φρούτα και κρασί για να τα μοιραστούν.
Ήταν και οι δύο πολύ ελαφρά ντυμένοι με τα αποφόρια της νύχτας. Ένα μικρό λεμόνι άνθιζε στα μαλλιά της. Δεν είχαν αγγιχτεί ποτέ παρόλα αυτά είχαν μόλις μοιραστεί ένα ξύλινο κρεβάτι πάνω από έναν γκρεμό.
Δεν ξέρω, είπε αυτός σοβαρά. Εξαρτάται από το πόσο με φοβάσαι.
Μπορείς όμως να με αντέξεις; επέμενε αυτή. Δεν είναι όλοι τόσο γενναίοι ξέρεις. Κάποιοι λαχταρούν την σταθερότητα, θέλουν να βλέπουν το καθαρό περίγραμμα, να λεν γυναίκα και να είσαι καρφωμένη εκεί σε μία καρέκλα στο πάτωμα, παρούσα, καθορισμένη, αξιόπιστη στο σχήμα των χεριών τους, ελεγχόμενη και ελέγξιμη και προπαντός χωρίς εκπλήξεις που απειλούν την ασφαλή ισορροπία κι εγώ πάντα ήμουν αχνή κι άλλαζα συνέχεια πότε ατμός πότε πάγος πότε σύννεφο και διέφευγα από μικρές κλειδαρότρυπες και διαχεόμουν στην ομίχλη. Όταν όμως αγαπούσα μπορούσα να δοθώ με όλη την ουσία μου. Γιατί η ρευστότητα προϋποθέτει την συμπύκνωση.
Θέλω να μου μάθεις την τέχνη των φωτοσκιάσεων, της είπε αυτός θαρραλέα.
Κι έμειναν μαζί Άνοιξη στο Παρίσι.
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen