Ich lerne, mich mit dem Wenigsten zu begnügen; mich damit auf den Straßen
der Stadt zu verbrauchen, mit ihm die Vibrationen
in den Beziehungen auszuhalten, dieses Wenigste mit all denjenigen zu teilen
die mit dem Nichts in ihrem Leben geblieben sind
zu keiner Zeit stützte ich mich auf das Viel der anderen, auch nicht auf das Zusätzliche
der Versprechen, und auch nicht auf das Überflüssige ihrer Figur
mit diesem Wenigsten gehe ich weiter, mit ihm sehe und
nehme ich Veränderungen wahr, dieses Wenigste wandle ich in
Antriebskraft für Kondition um, von ihm schöpfe ich meine neuen Werte,
auf dieses wertvolle Wenigste, das mir zusteht, achte ich
damit es mir nicht ausgeht im Wirbel des Alltags
wenn ich wie ein Seiltänzer schwanke
(in meiner Übertragung)
Μαθαίνω να μου αρκεί το ελάχιστο∙ με αυτό να καταναλώνομαι
στους δρόμους της πόλης, μ’ αυτό να αντέχω τους
κραδασμούς στις σχέσεις, από αυτό το ελάχιστο να μοιράζω
σε όσους απέμειναν με το καθόλου στις ζωές τους
ποτέ μου δεν βασίστηκα στων άλλων το πολύ, στων υποσχέσεων
το επιπλέον, στο περιττό της φιγούρας τους
με αυτό το ελάχιστο πορεύομαι, με αυτό κοιτώ
κι αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές, αυτό το ελάχιστο μετατρέπω
σε κινητήρια δύναμη αντοχής, από αυτό αντλώ τις νέες μου αξίες,
αυτό το πολύτιμο ελάχιστο που μου αναλογεί προσέχω μην
και μου τελειώσει έτσι καθώς στη δίνη της καθημερινότητας
ταλαντεύομαι σαν σχοινοβάτης
[από τη συλλογή του «Το
έσχατο έρμα», εκδ. Πόλις (2018)]
Keine Kommentare:
Kommentar veröffentlichen