Υπερίωνος Άσμα της μοίρας
Περιφέρεστε εκεί πάνω στο φως
σε έδαφος απαλό, μακάριες διάνοιες!
Λαμπεροί άνεμοι θεϊκοί
σας αγγίζουν ελαφρώς
όπως καλλιτέχνιδας δάχτυλα
τις χορδές τις άγιες.
Δίχως μοίρα, ωσάν το κοιμώμενο
βρέφος, αναπνέουν οι ουράνιοι∙
Με εγκράτεια φυλαγμένο
μες σε λιτά βομβύκια,
ανθεί εις τους αιώνες των αιώνων
το πνεύμα τους,
και οι μακάριοι οφθαλμοί
κοιτούν με σιωπηλή
αιώνια διαύγεια.
Μα για εμάς είναι γραφτό
να μην ξαποστάσουμε πουθενά,
Σβήνουνε, πέφτουν
οι πολύπαθοι άνθρωποι
απερίσκεπτα από τη μια
στιγμή στην άλλη,
σαν το νερό που πέφτει
από μια σκόπελο στην άλλη,
χρόνια ολόκληρα στο άγνωστο.
*από το επιστολογραφικό του μυθιστόρημα «Υπερίων
ή Ο ερημίτης στην Ελλάδα»
(σε δική μου μετάφραση)
Hyperions
Schicksalslied*
Ihr wandelt
droben im Licht
Auf weichem
Boden, selige Genien!
Glänzende
Götterlüfte
Rühren euch
leicht,
Wie die
Finger der Künstlerin
Heilige
Saiten.
Schicksallos,
wie der schlafende
Säugling,
atmen die Himmlischen;
Keusch bewahrt
In
bescheidener Knospe,
Blühet ewig
Ihnen der
Geist,
Und die
seligen Augen
Blicken in
stiller
Ewiger
Klarheit.
Doch uns ist
gegeben,
Auf keiner
Stätte zu ruhn,
Es
schwinden, es fallen
Die
leidenden Menschen
Blindlings
von einer
Stunde zur
andern,
Wie Wasser
von Klippe
Zu Klippe
geworfen,
Jahr lang
ins Ungewisse hinab.
*aus dem Briefroman
„Hyperion oder Der Eremit in Griechenland“