Samstag, 22. November 2014

ΠΕΤΕΡ ΧΑΝΤΚΕ * PETER HANDKE

Τραγούδι της παιδικής ηλικίας

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
περπάταγε με χέρια κρεμασμένα,
ήθελε το ρυάκι να είναι ήρεμο ποτάμι,
και το ποτάμι χείμαρρος
και η θάλασσα τούτη εδώ η λακκούβα με νερό.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
δεν ήξερε παιδί πως ήταν,
μες στην ψυχή του ήταν όλα,
και όλες οι ψυχές ήτανε ένα.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
για τίποτα δεν είχε άποψη,
καμιά συνήθεια δεν είχε,
καθόταν οκλαδόν συχνά,
εκεί που στέκονταν άρχιζε το τρέξιμο,
μία κορφή είχε στα μαλλιά του
και σαν το φωτογράφιζαν, δεν έκανε γκριμάτσες.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
Ήρθε ο καιρός για να ρωτήσει τα εξής:
Γιατί είμαι εγώ και όχι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;
Πού έχει την αρχή του ο χρόνος και πού το τέλος του ο τόπος;
Είναι ένα όνειρο τελικά η ζωή κάτω απ' τον ήλιο;
Όλα όσα βλέπω, ακούω και οσμίζομαι
είναι η λάμψη μήπως ενός κόσμου πριν από τον κόσμο;
Υπάρχει πράγματι το κακό και άνθρωποι
πού είναι στ' αλήθεια οι κακοί;
Πώς γίνεται κι εγώ, που τώρα υπάρχω,
να μην υπήρχα πριν γενώ,
και πώς γίνεται κάποτε εγώ, που υπάρχω,
να μην είμαι αυτός που τώρα είμαι;

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
με το σπανάκι αναγούλιαζε, με τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο
και με το κουνουπίδι στον ατμό.
Μα σήμερα τα τρώει όλα αυτά – και όχι από ανάγκη.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
μια μέρα σε κρεβάτι ξένο ξύπνησε
τώρα όμως συμβαίνει διαρκώς,
όμορφοι του φαίνονταν πολλοί άνθρωποι
τώρα όμως μονάχα κατά τύχη,
ξεκάθαρα φαντάζονταν τον παράδεισο
τώρα όμως το πολύ να τον υποθέσει,
δε μπορούσε να μην σκέφτεται το τίποτα
σήμερα όμως ανατριχιάζει στη σκέψη αυτή.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
ενθουσιασμένο έπαιζε
τώρα όμως αφοσιώνεται σε κάτι όπως τότε, μονάχα
όταν αυτό το κάτι είναι η δουλειά του.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
για φαγητό του αρκούσαν μήλο και ψωμί,
έτσι είναι μέχρι σήμερα.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
του έπεφταν τα μούρα μέσα στα χέρια, όπως συμβαίνει με τα μούρα
και σήμερα το ίδιο,
τη γλώσσα τού γρατζούναγαν τα φρέσκα καρύδια
και σήμερα το ίδιο,
είχε πάνω σε κάθε βουνό
μία λαχτάρα για ένα ψηλότερο,
σε κάθε πόλη
τη λαχτάρα για μία μεγαλύτερη
κι αυτό δεν άλλαξε ως τις μέρες μας,
έφτανε τα κεράσια στα πιο ψηλά κλαδιά, με μια ευδαιμονία
που ως σήμερα κρατά,
είχε μια συστολή απέναντι σε κάθε τι το ξένο
κι ως σήμερα την έχει,
περίμενε με αγωνία να δει το πρώτο χιόνι,
κι ακόμα περιμένει.

Όταν παιδί ήταν το παιδί,
πέταξε ένα ξύλο πάνω σε ένα δέντρο σα να 'ταν δόρυ,
κι εκείνο, καρφωμένο εκεί, ακόμα τρέμει.


(σε δική μου μετάφραση)




Pablo Picasso: child with a dove


Lied Vom Kindsein

Als das Kind Kind war,
ging es mit hängenden Armen,
wollte der Bach sei ein Fluß,
der Fluß sei ein Strom,
und diese Pfütze das Meer.

Als das Kind Kind war,
wußte es nicht, daß es Kind war,
alles war ihm beseelt,
und alle Seelen waren eins.

Als das Kind Kind war,
hatte es von nichts eine Meinung,
hatte keine Gewohnheit,
saß oft im Schneidersit
lief aus dem Stand,
hatte einen Wirbel im Haar
und machte kein Gesicht beim fotografieren.

Als das Kind Kind war,
war es die Zeit der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich und warum nicht du?
Warum bin ich hier und warum nicht dort?
Wann begann die Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben unter der Sonne nicht bloß ein Traum?
Ist was ich sehe und höre und rieche
nicht bloß der Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es tatsächlich das Böse und Leute,
die wirklich die Bösen sind?
Wie kann es sein, daß ich, der ich bin,
bevor ich wurde, nicht war,
und daß einmal ich, der ich bin,
nicht mehr der ich bin, sein werde?

Als das Kind Kind war,
würgte es am Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am gedünsteten Blumenkohl.
und ißt jetzt das alles und nicht nur zur Not.

Als das Kind Kind war,
erwachte es einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer wieder,
erschienen ihm viele Menschen schön
und jetzt nur noch im Glücksfall,
stellte es sich klar ein Paradies vor
und kann es jetzt höchstens ahnen,
konnte es sich Nichts nicht denken
und schaudert heute davor.

Als das Kind Kind war,
spielte es mit Begeisterung
und jetzt, so ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache seine Arbeit ist.

Als das Kind Kind war,
genügten ihm als Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es immer noch.

Als das Kind Kind war,
fielen ihm die Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer noch,
machten ihm die frischen Walnüsse eine rauhe Zunge
und jetzt immer noch,
hatte es auf jedem Berg
die Sehnsucht nach dem immer höheren Berg,
und in jeder Stadt
die Sehnsucht nach der noch größeren Stadt,
und das ist immer noch so,
griff im Wipfel eines Baums nach dem Kirschen in einemHochgefühl
wie auch heute noch,
eine Scheu vor jedem Fremden
und hat sie immer noch,
wartete es auf den ersten Schnee,
und wartet so immer noch.

Als das Kind Kind war,
warf es einen Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert da heute noch.

~~~~~
[το ποίημα αυτό ακούγεται στην αρχή της ταινίας του Βιμ Βέντερς «Τα φτερά του έρωτα» (1985)... dieses Gedicht hört man in der Eingangsszene des Films "Der Himmel über Berlin" (1985) von Wim Wenders]

Keine Kommentare:

Kommentar veröffentlichen

KOSTAS GOULIAMOS * ΚΩΣΤΑΣ ΓΟΥΛΙΑΜΟΣ, Die gefrorenen Länder der Nomaden

Die gefrorenen Länder der Nomaden Ohne das wilde Meer eine Straße die den Abgrund aufsaugt ohne ein zärtliches Rasiermesser Musik, die kaum ...